Ο βασιλιάς ξαναστέλνει τότε πάλι το περιστέρι με το γράμμα στο στόμα. Χτυπάει το παράθυρο μια, δυο, τρεις, του ανοίγουν, παίρνουν το γράμμα, βλέπουν ότι πρέπει να γυρίσει αμέσως. Αλλά τι κάνανε; Το διώξανε το περιστέρι δίχως να γυρίσει πίσω η βασιλοπούλα.
Σαν είδε ο βασιλιάς το περιστέρι δίχως τη γυναίκα του, άρχισε να στεναχωριέται κι αποφάσισε να μην την ξαναστείλει.
Μετά από μέρες (через дни = по прошествии некоторого времени) αφήνει τα γονικά της και γυρίζει κοντά του (/царевна/ оставляет родителей её и возвращается к нему). Άρχισε να κλαίει (начала плакать) και να του ζητάει συχώρεση (и у него просит прощения).
Εκείνος τη συγχώρησε (тот её прощает) και τη δέχτηκε πάλι στο παλάτι κυρά και βασίλισσα (и её принимает снова во дворце госпожой и царицей).
Πέρασαν πάλι κάμποσα χρόνια (прошло опять немало лет), άρχισε πάλι να πονά (/царица/ начала снова страдать) και να ζητά τους δικούς της (и стремиться к своим; ζητώ – просить; требовать; стремиться). Έκλαψε, έκλαψε (плакала, плакала), ώσπου εκείνος τη λυπήθηκε και της είπε (пока тот её /не/ пожалел и ей сказал):
– Και τούτη τη φορά θα υποχωρήσω (и в этот раз /я/ тебе уступлю), θα σε στείλω (тебя отправлю), αλλά, αν αργήσεις (но, если опоздаешь), πίσω μη γυρίσεις (назад не вернёшься)!
Μετά από μέρες αφήνει τα γονικά της και γυρίζει κοντά του. Άρχισε να κλαίει και να του ζητάει συχώρεση.
Εκείνος τη συγχώρησε και τη δέχτηκε πάλι στο παλάτι κυρά και βασίλισσα.
Πέρασαν πάλι κάμποσα χρόνια, άρχισε πάλι να πονά και να ζητά τους δικούς της. Έκλαψε, έκλαψε, ώσπου εκείνος τη λυπήθηκε και της είπε:
– Και τούτη τη φορά θα υποχωρήσω, θα σε στείλω, αλλά, αν αργήσεις, πίσω μη γυρίσεις!
Έφυγε αυτή (уехала она), τη συνοδέψανε άνθρωποι του βασιλιά (её сопровождали люди царя), υπασπιστές και δούλοι (приближённые и слуги; ο υπασπιστής – адъютант), και την πήγανε στα γονικά της (и её отвезли к родителям её).
Έφτασε, χαρές ο πατέρας, η μάνα, οι αδερφάδες (приехала, рады отец, мать, сёстры), η πόλη σημαιοστολίστηκε (город украсился флагами), γιατί γύρισε η βασιλοπούλα πάλι (потому что вернулась царевна снова). Αφού κάθισε ημέρες πολλές (когда просидела дни многие = провела там много дней), πέρασαν και οι δέκα που 'χε διορία (прошли и десять /дней/, которые имела сроком) και δε γύρναγε (и не вернулась). Πάλι ο βασιλιάς της στέλνει το πουλί (снова царь ей шлёт птицу), το περιστέρι, με το γράμμα, και της γράφει (голубя, с письмом, и ей пишет): «Αν δε γυρίσεις αμέσως, να μην ξανάρθεις πια (если не вернёшься тотчас, не вернёшься больше)!»
Έφυγε αυτή, τη συνοδέψανε άνθρωποι του βασιλιά, υπασπιστές και δούλοι, και την πήγανε στα γονικά της.
Έφτασε, χαρές ο πατέρας, η μάνα, οι αδερφάδες, η πόλη σημαιοστολίστηκε, γιατί γύρισε η βασιλοπούλα πάλι. Αφού κάθισε ημέρες πολλές, πέρασαν και οι δέκα που 'χε διορία και δε γύρναγε. Πάλι ο βασιλιάς της στέλνει το πουλί, το περιστέρι, με το γράμμα, και της γράφει: «Αν δε γυρίσεις αμέσως, να μην ξανάρθεις πια!»
Περνάει και μήνας και δε γυρίζει (проходит и месяц, и не возвращается). Μια μέρα σηκώθηκε (однажды поднялась /она/), αποχαιρέτισε τους δικούς της (попрощалась со своими /родными/) και ξεκίνησε να ξαναπάει στον άντρα της (и пустилась в путь, и снова пошла к мужу её).
Σαν έφτασε έξω από το παλάτι (когда прибыла снаружи дворца = когда оказалась снаружи дворца), βρίσκει τις πόρτες όλες αμπαρωμένες (нашла двери все запертыми на засов; η αμπάρα – засов). Το φυλάγανε φρουροί με όπλα (его охраняли стражи с оружием) και δεν την άφηναν να μπει (и не позволяли ей войти). Άρχισε να κλαίει έξω από τη θύρα (начала плакать снаружи двери) και να παρακαλεί να δει τον άντρα της (и просить увидеть мужа её).
Περνάει και μήνας και δε γυρίζει. Μια μέρα σηκώθηκε, αποχαιρέτισε τους δικούς της και ξεκίνησε να ξαναπάει στον άντρα της.
Σαν έφτασε έξω από το παλάτι, βρίσκει τις πόρτες όλες αμπαρωμένες. Το φυλάγανε φρουροί με όπλα και δεν την άφηναν να μπει. Άρχισε να κλαίει έξω από τη θύρα και να παρακαλεί να δει τον άντρα της.
Του το λένε του βασιλιά (об этом сказали царю). Δεν πήγε την πρώτη φορά (не пошёл в первый раз). Με τα πολλά παρακάλια (с многими мольбами), βγαίνει ο βασιλιάς στην πόρτα (идёт царь к двери) όπου 'τανε αυτή και της λέει (где была она, и ей говорит):
– Δεν μπορώ να σε δεχτώ (не могу тебя принять), γιατί τρεις φορές με περιγελούσες (потому что три раза меня обманула; περιγελώ – обманывать; насмехаться; γελώ – смеяться; обманывать) και έστελνες το πουλί αδειανό (и посылала птицу пустую), ούτε μ' ένα γράμμα (не с письмом).
Την έδιωξε (её прогнал).
– Μόνο, να, την ορμήνεψε (только, вот, – ей посоветовал), πάρε αυτές τις τρίχες από την κεφαλή μου (возьми эти волосы из головы моей), φύλαχ' τες πολύ καλά (береги их очень хорошо), κι αν πάθεις κανένα μεγάλο κακό (и если будешь терпеть какое-то большое зло; παθαίνω – терпеть, претерпевать; вынести, выстрадать), να τις κάψεις (их сожги) και θα 'ρθω να σε βοηθήσω (и /я/ приду тебе помочь).
Του το λένε του βασιλιά. Δεν πήγε την πρώτη φορά. Με τα πολλά παρακάλια, βγαίνει ο βασιλιάς στην πόρτα όπου 'τανε αυτή και της λέει: