– Φύγε από μπροστά μου και να μη σε ξαναδώ! Αλλά δε θα σ' αφήσω έτσι! Για τη μεγάλη προσβολή που 'κανες στη γυναίκα μου, για την ντροπή που 'δωκες στο σπίτι μου, θα δώσω διαταγή να σε ντουφεκίσουν! Πάρτε τον, διατάζει αμέσως, και κλείστε τον στη φυλακή ίσαμε να 'ρθει η μέρα να τον εκτελέσουν.
Τον πήραν το μαύρο Γιάννη κλαίγοντας και σούρνοντας και τον κλείσανε σε μία μεγάλη φυλακή. Η φυλακή ήτανε κοντά σ' ένα ρέμα, όπου βγαίνανε ποντικοί κι όλα τα φίδια του ποταμού.
Έκλαιγε ο Γιάννης (заплакал Яннис):
– Δεν ξέρω τίποτα, δεν ξέρω τίποτα (не знаю ничего, не знаю ничего), αυτή 'ναι η τιμωρία μου (это наказание моё), γιατί δε γύρισα πίσω (потому что не вернулась назад), δεν κράτησα το λόγο μου (не сдержала слова моего)! Πού 'σαι, άντρα μου (где /ты/, муж мой), να με λυπηθείς με το κακό που έπαθα (пожалел бы меня со злом, которое /я/ перенесла = зная, что я перенесла)!
Πέρασε κανένας μήνας (прошёл примерно месяц) κι ήρθε η ώρα (и пришёл час) που θα ντουφεκίζανε το Γιάννη (когда расстреляют Янниса). Άρχισε να μαζεύεται κόσμος και στρατός (начал собираться народ и войско), με τύμπανα, με σημαίες (с барабанами, с флагами), στον τόπο που θα τον εκτελούσανε (на месте, где его расстреляют).
Τον στήσανε λοιπόν μες στη μέση (его поставили, итак, в середине) και διατάχτηκαν ένας, δύο, τρεις στρατιώτες (и приказали одному, двум, трём солдатам) να του ρίξουνε ντουφεκιές να τον σκοτώσουνε (чтобы в него стреляли: " бросили выстрелы" чтобы его убить).
Έκλαιγε ο Γιάννης:
– Δεν ξέρω τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, αυτή 'ναι η τιμωρία μου, γιατί δε γύρισα πίσω, δεν κράτησα το λόγο μου! Πού 'σαι, άντρα μου, να με λυπηθείς με το κακό που έπαθα!
Πέρασε κανένας μήνας κι ήρθε η ώρα που θα ντουφεκίζανε το Γιάννη. Άρχισε να μαζεύεται κόσμος και στρατός, με τύμπανα, με σημαίες, στον τόπο που θα τον εκτελούσανε.
Τον στήσανε λοιπόν μες στη μέση και διατάχτηκαν ένας, δύο, τρεις στρατιώτες να του ρίξουνε ντουφεκιές να τον σκοτώσουνε.
Όταν έφτασε η ώρα,τον ρώτησαν (когда пришёл час, его спросили):
Μην έχεις καμία πεθυμιά στερνή; (не имеешь /ли/ какого-нибудь желания последнего?)
Να μου φέρτε λίγα κάρβουνα αναμμένα (принесите мне немного углей горящих).
Του φέρνουνε ένα λιβανιστήρι με κάρβουνα (ему несут кадило с углями).
Βγάζει τότε τις τρίχες (достаёт тогда волосы) που του 'χε δώσει ο βασιλιάς Τριαντάφυλλος από την κεφαλή του (которые ему дал царь Роза из головы своей) και τις ρίχνει απάνω στα κάρβουνα (и их бросает сверху на угли).
Όταν έφτασε η ώρα,τον ρώτησαν:
Μην έχεις καμία πεθυμιά στερνή;
Να μου φέρτε λίγα κάρβουνα αναμμένα.
Του φέρνουνε ένα λιβανιστήρι με κάρβουνα.
Βγάζει τότε τις τρίχες που του 'χε δώσει ο βασιλιάς Τριαντάφυλλος από την κεφαλή του και τις ρίχνει απάνω στα κάρβουνα.
Δεν προλάβανε να καούνε καλά καλά (не успели /волосы/ сгореть как следует) και φάνηκε να 'ρχεται από μακριά, πολύ μακριά (оказалось, что движется издалека, очень /из/далека), άλλος στρατός, με άλογα, με τύμπανα (другое войско, с конями, с барабанами), με σημαίες, με μουσικές (с флагами, с музыкантами), κι ακούστηκε μια δυνατή φωνή (и послышался сильный голос = громкий голос):
– Μην τον εκτελείτε (не расстреливайте его)! Μην τον εκτελείτε! Μη, μη, και μη (нет, нет и нет)!
Μείνανε όλοι μαρμαρωμένοι (остались все оцепеневшие = все оцепенели; μαρμαρώνω – превращать в мрамор; приводить в оцепенение) και καρτεράγανε ίσαμε να φτάσει ο άλλος στρατός (и ждали, пока не подойдёт другое войско). Όταν έφτασε (когда подошло), κατεβαίνει πρώτος ο βασιλιάς (спускается /с коня/ = спешивается первым царь) και μετά ο στρατός όλος (и потом войско всё). Ζυγώνει το Γιάννη και του λέει (приближается к Яннису и ему говорит):
– Βγάλε το καπέλο σου (сними шапку свою)!
Δεν προλάβανε να καούνε καλά καλά και φάνηκε να 'ρχεται από μακριά, πολύ μακριά, άλλος στρατός, με άλογα, με τύμπανα, με σημαίες, με μουσικές, κι ακούστηκε μια δυνατή φωνή:
– Μην τον εκτελείτε! Μην τον εκτελείτε! Μη, μη, και μη! Μείνανε όλοι μαρμαρωμένοι και καρτεράγανε ίσαμε να φτάσει ο άλλος στρατός. Όταν έφτασε, κατεβαίνει πρώτος ο βασιλιάς και μετά ο στρατός όλος. Ζυγώνει το Γιάννη και του λέει:
– Βγάλε το καπέλο σου!
Βγάζοντας το καπέλο του ο Γιάννης (снявший = снял шапку свою Яннис), χύνονται από το κεφάλι του (рассыпались с головы его; χύνω – лить, разливать; рассыпать) εκείνα τα ωραία τα ξανθά μαλλιά (эти прекрасные белокурые волосы) και οι χρυσές οι μπούκλες (и золотые локоны)…
– Αχ, γυναίκα μου, βασίλισσα μου και κυρά μου (жена моя, царица моя и госпожа моя), σε τιμώρησα, γιατί πολύ σ' αγαπούσα (тебя наказал, потому что очень тебя любил)! Τώρα όμως που ανταμωθήκαμε ξανά (теперь однако, когда встретились снова), δε θα σ' αφήσω πια (не оставлю тебя больше)!
Και εξήγησε στον άλλο βασιλιά (и объяснил другому царю) ότι ο Γιάννης ήτανε η βασίλισσα, η συντρόφισσα του (что Яннис был царицей, спутницей его = женой его; ο σύντροφος/ η συντρόφισσα – товарищ; компаньон; спутник).
Βγάζοντας το καπέλο του ο Γιάννης, χύνονται από το κεφάλι του εκείνα τα ωραία τα ξανθά μαλλιά και οι χρυσές οι μπούκλες…