– Αχ, γυναίκα μου, βασίλισσα μου και κυρά μου, σε τιμώρησα, γιατί πολύ σ' αγαπούσα! Τώρα όμως που ανταμωθήκαμε ξανά, δε θα σ' αφήσω πια!
Και εξήγησε στον άλλο βασιλιά ότι ο Γιάννης ήτανε η βασίλισσα, η συντρόφισσα του.
Την πήρε λοιπόν πάλι (её взял = увёз, итак, обратно), με μουσικές, με χαρές (с музыкантами, с радостями), με σημαίες, με τύμπανα (с флагами, с барабанами), και ξαναγύρισαν στο παλάτι τους (и снова вернулись во дворец их).
Κι από τότε την είχε και την αγαπούσε (и с тех пор: "от тогда" её имел /женой/ и её любил), και τον αγάπαγε κι αυτή (и его любила и она), και δεν ξαναθέλησε ποτέ (и снова не захотела никогда) να τον αποχωριστεί (с ним расставаться). Και ζήσανε κείνοι καλά (и жили они хорошо) κι εμείς καλύτερα (и мы /ещё/ лучше)!
Την πήρε λοιπόν πάλι, με μουσικές, με χαρές, με σημαίες, με τύμπανα, και ξαναγύρισαν στο παλάτι τους.
Κι από τότε την είχε και την αγαπούσε, και τον αγάπαγε κι αυτή, και δεν ξαναθέλησε ποτέ να τον αποχωριστεί. Και ζήσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα!
Τα μαγικά δώρα του πατέρα. (Волшебные подарки отца)
Ζούσε μια φορά και έναν καίρο (жил один раз и в одно время = жил да был однажды) ένας πατέρας που είχε δύο κόρες (отец, который имел = у которого было две дочери) κι ένα γιο, τον Κωσταντή (и один сын, Константин).
Μια μέρα κατάλαβε ότι ήρθαν τα τελευταία του (однажды понял /отец/, что пришёл конец его) και φώναξε τα παιδιά του (и позвал детей его) να τ' αποχαιρετίσει (чтобы с ними попрощаться).
– Παιδιά μου, τους είπε (дети мои, – им сказал), σας δίνω την ευχή μου (вам даю благословение моё) να ζήσετε τίμια κι αγαπημένα (чтобы /вы/ жили порядочные и дружные; αγαπημένος – любимый; дружный, согласный; ср. η αγάπη – любовь). Λεφτά δεν έχω να σας αφήσω (денег не имею, чтобы вам оставить). Σαν κλείσω τα μάτια μου (когда закрою глаза мои), ψάξτε στο σεντούκι (поищите в сундуке) κι ό, τι βρείτε να το μοιράσετε ίσα (и то, что найдёте, то поделите поровну).
Ζούσε, μια φορά και έναν καίρο, ένας πατέρας που είχε δύο κόρες κι ένα γιο, τον Κωσταντή.
Μια μέρα κατάλαβε ότι ήρθαν τα τελευταία του και φώναξε τα παιδιά του να τ' αποχαιρετίσει.
– Παιδιά μου, τους είπε, σας δίνω την ευχή μου να ζήσετε τίμια κι αγαπημένα. Λεφτά δεν έχω να σας αφήσω. Σαν κλείσω τα μάτια μου, ψάξτε στο σεντούκι κι ό, τι βρείτε να το μοιράσετε ίσα.
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του (незадолго до /того, как он/ закрыл глаза свои), φώναξε τον Κωσταντή (позвал Константина) και του ψιθύρισε στ' αυτί (и ему прошептал на ухо):
– Κωσταντή μου, να 'χεις την ευχή μου (Константин мой, да будет с тобой моё благословение: "пусть имеешь благословение моё"), να γίνεις μια μέρα βασιλιάς κι οι αδερφές σου πριγκίπισσες (пусть станешь однажды: "в один день" царём и сёстры твои принцессами).
Αυτά είπε ο γέρος (это сказал старик) κι έκλεισε τα μάτια του για πάντα (и закрыл глаза свои навсегда). Τον έκλαψαν πολύ τα παιδιά του (его оплакали очень дети его), γιατί τον αγαπούσαν κι ήταν καλός πατέρας (потому что его любили и /он/ был хорошим отцом). Την άλλη μέρα τον διάβασε ο παπάς (на следующий день его отпел: "отчитал" священник) και τον έθαψαν (и его похоронили). Σαν έσωσαν κι απόσωσαν απ' την κηδεία (когда закончили и завершили похороны), γύρισαν στο πατρικό τους (вернулись в отчий /дом/ их).
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, φώναξε τον Κωσταντή και του ψιθύρισε στ' αυτί:
– Κωσταντή μου, να 'χεις την ευχή μου, να γίνεις μια μέρα βασιλιάς κι οι αδερφές σου πριγκίπισσες.
Αυτά είπε ο γέρος κι έκλεισε τα μάτια του για πάντα. Τον έκλαψαν πολύ τα παιδιά του, γιατί τον αγαπούσαν κι ήταν καλός πατέρας. Την άλλη μέρα τον διάβασε ο παπάς και τον έθαψαν. Σαν έσωσαν κι απόσωσαν απ' την κηδεία, γύρισαν στο πατρικό τους.
– Κωσταντή, σύρε να φέρεις το σεντούκι (иди принеси сундук) να τ' ανοίξουμε, είπε η πρώτη αδερφή (чтобы /мы/ его открыли, – сказала первая сестра).
– Ποιος ξέρει (кто знает) τι μας άφησε ο πατέρας μας (что нам оставил отец наш), είπε η δεύτερη (сказала вторая).
Το 'φερε ο Κωσταντής (его принёс Константин), το άνοιξαν και τι να δουν (его открыли и что /же они/ увидели)! Μια τρύπια σκούφια (дырявая шапка; τρυπώ – прокалывать, продырявливать; рвать), ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο βιολί (старая расстроенная скрипка; ξεχαρβαλωμένος – поломанный; расстроенный; разлаженный) κι ένα άδειο πουγκί (и пустой кошелёк), απ' αυτά που βάζουν μέσα τις λίρες (из тех, в которые кладут внутрь лиры).
Αχ, πατέρα μας (ах, отец наш)! Φτωχός γεννήθηκες, φτωχός πέθανες (бедный родился, бедный умер), είπαν μ' ένα στόμα τα τρία παιδιά (сказали в один голос: "одним ртом" трое детей).
Κωσταντή, σύρε να φέρεις το σεντούκι να τ' ανοίξουμε, είπε η πρώτη αδερφή.
– Ποιος ξέρει τι μας άφησε ο πατέρας μας, είπε η δεύτερη.
Το 'φερε ο Κωσταντής, το άνοιξαν και τι να δουν! Μια τρύπια σκούφια, ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο βιολί κι ένα άδειο πουγκί, απ' αυτά που βάζουν μέσα τις λίρες.
– Αχ, πατέρα μας! Φτωχός γεννήθηκες, φτωχός πέθανες, είπαν μ' ένα στόμα τα τρία παιδιά.