Άντρα μου κι αφέντη μου, πες το μου και το σκοτάδι θα το πάρει.
Πες, πες, τον κατάφερε τον Κωσταντή και της το 'πε το μυστικό. Μια και δυο η βασιλοπούλα πάει και τα μαρτυράει χαρτί και καλαμάρι στον πατέρα της το βασιλιά.
– Πάρ' το το πουγκί, κόρη μου, κρύψ' το στο κελάρι και διώξ' τον απ' το παλάτι.
Παίρνει το πουγκί η βασιλοπούλα (берёт кошелёк царевна), το κρύβει στο κελάρι (его прячет в чулане) και διώχνει τον Κωσταντή απ' το παλάτι (и прогоняет Константина из дворца). Ο καημένος ο Κωσταντής (несчастный Константин), έσκυψε το κεφάλι (наклонил голову = повесил голову) και πήρε το δρόμο για το πατρικό του (и отправился: "взял дорогу" в отчий /дом/ свой). Στο δρόμο μονολογούσε (по дороге рассуждал сам с собой; ср. ο μονόλογος – монолог):
– Καλά να πάθω (хорошо пусть пострадаю = поделом мне). Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; (что мне ел язык мой? = кто меня за язык тянул?) Παλιά μου τέχνη κόσκινο (я на этом собаку съел /иронически/, досл. «старое мне умение решето»). Φτώχεια και πάλι φτώχεια (бедность и снова бедность).
Σαν έφτασε στο πατρικό του (когда прибыл в отчий /дом/ свой), βρήκε την αδερφή του την πρώτη (нашёл = встретил сестру свою первую).
Παίρνει το πουγκί η βασιλοπούλα, το κρύβει στο κελάρι και διώχνει τον Κωσταντή απ' το παλάτι. Ο καημένος ο Κωσταντής, έσκυψε το κεφάλι και πήρε το δρόμο για το πατρικό του. Στο δρόμο μονολογούσε:
– Καλά να πάθω. Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Φτώχεια και πάλι φτώχεια.
Σαν έφτασε στο πατρικό του, βρήκε την αδερφή του την πρώτη.
– Αδερφέ μου (брат мой), έλα να σ' αγκαλιάσω φτωχό ή πλούσιο (давай тебя обниму, бедного или богатого), άρχοντα ή υπηρέτη (правителя или слугу).
Έφαγαν κι απόφαγαν (ели и поели; αποτρώω – съедать, доедать) κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα (и Константин не завёл беседу) για το πάθημα του (о несчастье своём).
– Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα (сестра моя, удачи моей /я/ не нашёл; η τύχη – судьба, участь; случай; удача) με το πουγκί του πατέρα μας (с кошельком отца нашего). Άσε με να ματαδοκιμάσω (позволь мне снова попробовать) με τη σκούφια την τρύπια (с шапкой дырявой), μπας κι αλλάξει η τύχη (может, и изменится судьба) και κάνω προκοπή (и буду благоденствовать; η προκοπή – преуспеяние, процветание; κάνω προκοπή – преуспевать, благоденствовать).
– Τι ν' αλλάξεις με μια τρύπια σκούφια (что изменишь /ты/ дырявой шапкой)… Πάρ' την και σύρε στην ευχή (возьми её и ступай с Богом: "иди на благословение").
Την παίρνει ο Κωσταντής (её берёт Константин), τη βάζει στο κεφάλι του (её надевает на голову свою) κι ευθύς χάθηκε απ' τα μάτια της (и тотчас исчезает с глаз её).
– Αδερφέ μου, έλα να σ' αγκαλιάσω φτωχό ή πλούσιο, άρχοντα ή υπηρέτη. Έφαγαν κι απόφαγαν κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα για το πάθημα του.
– Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα με το πουγκί του πατέρα μας. Άσε με να ματαδοκιμάσω με τη σκούφια την τρύπια, μπας κι αλλάξει η τύχη και κάνω προκοπή.
– Τι ν' αλλάξεις με μια τρύπια σκούφια… Πάρ' την και σύρε στην ευχή.
Την παίρνει ο Κωσταντής, τη βάζει στο κεφάλι του κι ευθύς χάθηκε απ' τα μάτια της.
– Κωσταντή, Κωσταντή, πού είσαι; (Константин, Константин, где ты?) Πού χάθηκες; (Куда спрятался?) Έλα και μη φεύγεις (иди и не уходи). Ακόμα δε σε χόρτασα (/я тебя/ ещё не накормила вдоволь; χορταίνω – насыщать, кормить досыта), φώναξε η πρώτη αδερφή (закричала первая сестра).
Ο Κωσταντής κατάλαβε πως η σκούφια είναι μαγική (Константин понял, что шапка волшебная) και πήρε ευθύς το δρόμο για την πολιτεία (и тотчас отправился в город). Απ' όπου κι αν περνούσε (где бы /он/ ни проходил), όποιον κι αν συναντούσε (кого бы ни встречал), κανένας δεν τον έβλεπε (никто его не видел). Σαν έβγαζε τη σκούφια (когда снимал шапку), γινόταν όπως πριν (становился как прежде). Μόλις ζύγωσε στο παλάτι (едва приблизился ко дворцу), έβαλε τη σκούφια και πέρασε τους φρουρούς (надел шапку и прошёл /мимо/ стражей) δίχως να τον δουν (без того, чтобы /они/ его видели). Τράβηξε ίσα (направился прямо), για την κάμαρη της βασιλοπούλας (в комнату царевны). Την ήβρε να στέκεται μπρος στον καθρέφτη της (её нашёл стоящей перед зеркалом её). Τότε έβγαλε τη σκούφια (тогда снял шапку).
– Κωσταντή, Κωσταντή, πού είσαι; Πού χάθηκες; Έλα και μη φεύγεις. Ακόμα δε σε χόρτασα, φώναξε η πρώτη αδερφή.
Ο Κωσταντής κατάλαβε πως η σκούφια είναι μαγική και πήρε ευθύς το δρόμο για την πολιτεία. Απ' όπου κι αν περνούσε, όποιον κι αν συναντούσε, κανένας δεν τον έβλεπε. Σαν έβγαζε τη σκούφια, γινόταν όπως πριν. Μόλις ζύγωσε στο παλάτι, έβαλε τη σκούφια και πέρασε τους φρουρούς δίχως να τον δουν. Τράβηξε ίσα, για την κάμαρη της βασιλοπούλας. Την ήβρε να στέκεται μπρος στον καθρέφτη της. Τότε έβγαλε τη σκούφια.
– Παναγιά μου (Пресвятая Богородица!)! τρόμαξε εκείνη σαν τον είδε στον καθρέφτη (испугалась она, когда его увидела в зеркале).