Πήγε κάτω απ' το παραθύρι της (пошёл под окно её) κι άρχισε να παίζει ένα σκοπό λυπητερό (и начал играть мелодию жалобную). Μα, σαν έπαιξε την πρώτη δοξαριά (но, когда сыграл первую ноту; досл.: когда сыграл первый удар смычком; το δοξάρι – смычок), ένας στρατός ολάκερος φανερώθηκε (войско огромное появилось) κι υποκλίθηκε μπροστά του σαν να 'ταν βασιλιάς (и склонилось перед ним, как если бы он был царь). Τότε βγήκε η βασιλοπούλα στο παραθύρι της (тогда подошла царевна к окну её) και μόλις είδε το στρατό (и едва увидела /как/ войско) να προσκυνάει τον Κωσταντή σαν να 'ταν βασιλιάς (поклоняется Константину, как если бы он был царём), μαλάκωσε η καρδιά της κι έτρεξε και τον αγκάλιασε (смягчилось сердце её и побежала и его обняла; τρέχω).
Το πήρε ο Κωσταντής και, σαν ξημέρωσε, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Τη φορά αυτή τράβηξε γραμμή για το παλάτι.
– Θα πάω κάτω απ' το παραθύρι της. Θα παίξω ένα σκοπό λυπητερό να βγει να τη δω, να μ' αγαπήσει, να μαλακώσει η καρδιά της κι ας μου πάρει ο βασιλιάς το κεφάλι.
Πήγε κάτω απ' το παραθύρι της κι άρχισε να παίζει ένα σκοπό λυπητερό. Μα, σαν έπαιξε την πρώτη δοξαριά, ένας στρατός ολάκερος φανερώθηκε κι υποκλίθηκε μπροστά του σαν να 'ταν βασιλιάς. Τότε βγήκε η βασιλοπούλα στο παραθύρι της και μόλις είδε το στρατό να προσκυνάει τον Κωσταντή σαν να 'ταν βασιλιάς, μαλάκωσε η καρδιά της κι έτρεξε και τον αγκάλιασε.
– Συγχώρα με, άντρα μου, αφέντη μου και βασιλιά μου (прости меня, муж мой, хозяин мой и царь мой), του είπε και τον πήγε στο βασιλιά (ему сказала и его повела к царю).
– Βασιλιά μου και πατέρα μου (царь мой и отец мой), από δω και πέρα ο άντρας μου ο Κωσταντής (отныне и навсегда муж мой Константин) είναι άξιος να σταθεί στο πλάι μου και στο παλάτι σου (достоин быть рядом со мной и во дворце твоём; στέκομαι – стоять; оставаться, быть, находиться).
Κι έγινε ο Κωσταντής βασιλιάς (и стал Константин царём) κι οι αδερφές του πριγκίπισσες (и сёстры его царицы), όπως ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα τους (как были последние слова отца его). Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (и жили они хорошо и мы ещё лучше).
Συγχώρα με, άντρα μου, αφέντη μου και βασιλιά μου, του είπε και τον πήγε στο βασιλιά.
Βασιλιά μου και πατέρα μου, από δω και πέρα ο άντρας μου ο Κωσταντής είναι άξιος να σταθεί στο πλάι μου και στο παλάτι σου.
Κι έγινε ο Κωσταντής βασιλιάς κι οι αδερφές του πριγκίπισσες, όπως ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα τους. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Η εξυπνάδα του Διαμαντή. (Сообразительность Диамантиса; ср. το διαμάντι – алмаз, бриллиант)
Ζούσε, μια φορά και έναν καιρό, ο Διαμαντής (жил однажды Диамантис), φτωχός αλλά πολύ έξυπνος, τετραπέρατος (бедный, но очень сообразительный, умный / семи пядей во лбу). Δουλειά δεν είχε (работы не имел), χωράφια δεν είχε (полей не имел), ζώα δεν είχε (животных не имел) κι όλοι τον περνούσαν για τεμπέλη κι άμυαλο (и все его считали за бездельника и глупого).
– Έχω απ' αυτό (имею от этого = тут), έλεγε δείχνοντας το κεφάλι του ο Διαμαντής (говорил, показывая на голову свою, Диамантис), μα δεν έχω από τούτο (но не имею тут), έλεγε δείχνοντας την τσέπη του (говорил, показывая на карман свой).
Κανένας δεν τον πίστευε κι όλοι γελούσαν (никто ему не верил, и все смеялись).
– Ας είχα παράδες (если бы /я/ имел деньги), να βλέπατε τι θα 'κανα (/вы/ бы увидели, что /я/ бы сделал). Έχω απ' αυτό (μυαλό) (имею тут (мозг)), μα δεν έχω από τούτο (χρήματα) (но не имею этого (денег)).
Ζούσε, μια φορά και έναν καιρό, ο Διαμαντής, φτωχός αλλά πολύ έξυπνος, τετραπέρατος. Δουλειά δεν είχε, χωράφια δεν είχε, ζώα δεν είχε κι όλοι τον περνούσαν για τεμπέλη κι άμυαλο.
– Έχω απ' αυτό, έλεγε δείχνοντας το κεφάλι του ο Διαμαντής, μα δεν έχω από τούτο, έλεγε δείχνοντας την τσέπη του.
Κανένας δεν τον πίστευε κι όλοι γελούσαν.
– Ας είχα παράδες, να βλέπατε τι θα 'κανα. Έχω απ' αυτό (μυαλό), μα δεν έχω από τούτο (χρήματα).
Τ' άκουσε αυτά μια μέρα ένας άρχοντας (услышал это однажды богач) κι ήθελε να κάνει το κέφι του (и захотел поразвлечься; το κέφι – настроение; хорошее настроение; κάνω το κέφι μου – делаю, что хочу; поднимаю себе настроение).
Θα σου δώσω εκατό λίρες δανεικές (/я/ тебе дам сто лир взаймы), χωρίς τόκο (без процентов), για τρία χρόνια (на три года). Θέλω να δω τι θα κάνεις μ' αυτές (хочу посмотреть, что /ты/ сделаешь с ними).
Σε προσκυνώ, άρχοντα μου (тебе кланяюсь, богач мой; προσκυνώ – преклонять колена, падать ниц; кланяться), είπε ο Διαμαντής. Έκανες το πιο σωστό (/ты/ сделал самое верное). Θα δεις που σε τρία χρόνια (увидишь, что через три года) οι λίρες σου θα γεννήσουν (лиры твои появятся) και θα γίνουμε κι οι δυο πάμπλουτοι (и станем и оба очень богатые).
Ο άρχοντας κούνησε το κεφάλι του (богач кивнул головой), σαν να τις είχε ήδη ξεγραμμένες τις λίρες (как будто их уже вычеркнул, лиры) κι ο Διαμαντής τις πήρε γεμάτος χαρά (и Диамантис их взял, полный радости).
Τ' άκουσε αυτά μια μέρα ένας άρχοντας κι ήθελε να κάνει το κέφι του.