Θα σου δώσω εκατό λίρες δανεικές, χωρίς τόκο, για τρία χρόνια. Θέλω να δω τι θα κάνεις μ' αυτές.
Σε προσκυνώ, άρχοντα μου, είπε ο Διαμαντής. Έκανες το πιο σωστό. Θα δεις που σε τρία χρόνια οι λίρες σου θα γεννήσουν και θα γίνουμε κι οι δυο πάμπλουτοι.
Ο άρχοντας κούνησε το κεφάλι του, σαν να τις είχε ήδη ξεγραμμένες τις λίρες κι ο Διαμαντής τις πήρε γεμάτος χαρά.
Την άλλη μέρα γύριζε τα χωριά (на следующий день обходил деревни) κι αγόραζε ψάθες (и покупал рогожи). Το έμαθε ο άρχοντας (это узнал богач) και τραβούσε τα μαλλιά του (и стал рвать на себе волосы: "дёргал волосы его"; τραβώ – тянуть; дёргать, теребить, трепать).
– Αλλάζει ο λύκος το τομάρι; (сменил волк шкуру?) μονολογούσε ο άρχοντας (сказал сам себе богач; ο μονόλογος – монолог). Καλά να πάθω (хорошо пусть пострадаю = поделом мне). Ήθελα να κάνω το κέφι μου με το Διαμαντή (хотел /я/ поразвлечься с Диамантисом). Πάνε οι λίρες μου (ушли лиры мои = потерял я мои деньги)!
Αφού αγόρασε ψάθες και παλιόψαθες (когда купил рогожи и старые рогожи) και ξόδεψε όλες τις λίρες ο Διαμαντής (и потратил все лиры Диамантис), τις φόρτωσε σ' ένα καράβι (их погрузил на корабль) και τις ξεφόρτωσε σ' ένα μέρος έρημο (и их выгрузил в местности пустынной) που δεν πατούσε ψυχή (куда не ступала душа = куда не ступала нога человека). Σαν έφυγε το καράβι από κει (когда отбыл корабль оттуда), τις άπλωσε στην ακρογιαλιά (их расстелил на побережье) κι ύστερα έβαλε φωτιά (и потом поджёг: «бросил пламя») κι έγιναν στάχτη (и стали золой).
Την άλλη μέρα γύριζε τα χωριά κι αγόραζε ψάθες. Το έμαθε ο άρχοντας και τραβούσε τα μαλλιά του.
– Αλλάζει ο λύκος το τομάρι; μονολογούσε ο άρχοντας. Καλά να πάθω.
Ήθελα να κάνω το κέφι μου με το Διαμαντή. Πάνε οι λίρες μου!
Αφού αγόρασε ψάθες και παλιόψαθες και ξόδεψε όλες τις λίρες ο Διαμαντής, τις φόρτωσε σ' ένα καράβι και τις ξεφόρτωσε σ' ένα μέρος έρημο που δεν πατούσε ψυχή. Σαν έφυγε το καράβι από κει, τις άπλωσε στην ακρογιαλιά κι ύστερα έβαλε φωτιά κι έγιναν στάχτη.
Σε κάνα δυο μέρες (через пару дней; κάνα-δύο – один-два; σε κάνα-δύο μέρες – через день-другой), αφού έσβησε καλά καλά η φωτιά (когда потух как следует огонь; καλά καλά – очень хорошо, как следует), άρχισαν να βγαίνουν απ' τη θάλασσα (начали выходить из моря) κάτι πελώρια ψάρια (некие огромные рыбы) και να κυλιούνται στις στάχτες (и вываливались в золе; κυλώ – кататься; валяться, вываливаться). Καθώς σπαρταρούσαν (когда бились; σπαρτάρω – трепетать, трепыхаться, биться), ξερνούσαν στις στάχτες θησαυρούς (изрыгали на золу сокровища; ξερνώ – изрыгать; тошнить): πετράδια, βραχιόλια, λίρες (драгоценные камни, браслеты, лиры), ό, τι βάνει ο νους του ανθρώπου (то, что может прийти в голову человеку: "то, что ставит ум человека"), που βρέθηκαν στις θάλασσες απ' τα ναυάγια (что находится в морях от кораблекрушений). Ύστερα, αφού ξαλάφρωναν (потом, когда освобождались; ξαλαφρωνώ – облегчать, освобождать), επέστρεφαν στη θάλασσα (возвращались в море).
Σε κάνα δυο μέρες, αφού έσβησε καλά καλά η φωτιά, άρχισαν να βγαίνουν απ' τη θάλασσα κάτι πελώρια ψάρια και να κυλιούνται στις στάχτες. Καθώς σπαρταρούσαν, ξερνούσαν στις στάχτες θησαυρούς: πετράδια, βραχιόλια, λίρες, ό, τι βάνει ο νους του ανθρώπου, που βρέθηκαν στις θάλασσες απ' τα ναυάγια. Ύστερα, αφού ξαλάφρωναν, επέστρεφαν στη θάλασσα.
Ο Διαμαντής περίμενε να πιάσουν οι βροχές (Диамантис ждал, чтобы пошли дожди) για να φύγουν οι στάχτες (чтобы ушли золы = чтобы смылась зола). Και, σαν έφυγαν οι στάχτες (и, когда смылась зола), έκατσε κι έμαξε όλους τους θησαυρούς (сел и вытер все сокровища; μάσσω – вытирать, обтирать, чистить) που ξέρασαν τα ψάρια (которые извергли рыбы). Ύστερα πήγε στην πολιτεία (потом поехал в город) κι έγινε άρχοντας με τους θησαυρούς που είχε (и стал богачом с сокровищами, которые имел). Όλοι τον σέβονταν (все его уважали) γιατί ήταν μυαλωμένος (потому что /он/ был умный; το μυαλό – мозг; ум).
Ο Διαμαντής περίμενε να πιάσουν οι βροχές για να φύγουν οι στάχτες. Και, σαν έφυγαν οι στάχτες, έκατσε κι έμαξε όλους τους θησαυρούς που ξέρασαν τα ψάρια. Ύστερα πήγε στην πολιτεία κι έγινε άρχοντας με τους θησαυρούς που είχε. Όλοι τον σέβονταν γιατί ήταν μυαλωμένος.
Σαν πέρασαν τα τρία χρόνια (когда прошли три года), ο Διαμαντής θυμήθηκε το χρέος του (Диамантис вспомнил о долге своём). Παρήγγειλε ένα μπαστούνι σκαλιστό (заказал трость резную), κούφιο από μέσα, με χρυσή λαβή (полую внутри, с золотой рукояткой). Έβαλε μέσα τις εκατό λίρες (положил внутрь её сто лир), βίδωσε καλά τη λαβή (завинтил как следует рукоятку) και το 'στειλε μ' ένα καράβι (и послал её с кораблём) στα χέρια του άρχοντα (в руки богача), πίσω στην πατρίδα του (назад, на родину его).
Πολλοί ναύτες του καραβιού το ζήλεψαν (многие моряки корабля ей позавидовали = позавидовали её владельцу, захотели ею обладать) κι είπαν, να το κλέψουν (и решили её украсть), μα στάθηκε αδύνατο (но /это/ оказалось невозможным; στέκω – стоять; στέκομαι – останавливаться; оказываться). Το μπαστούνι γλιστρούσε απ' τα χέρια τους και χανόταν (трость выскальзывала из рук их и терялась).