– Δεν μπορώ να σε δεχτώ, γιατί τρεις φορές με περιγελούσες και έστελνες το πουλί αδειανό, ούτε μ' ένα γράμμα.
Την έδιωξε.
– Μόνο, να, την ορμήνεψε, πάρε αυτές τις τρίχες από την κεφαλή μου, φύλαχ' τες πολύ καλά, κι αν πάθεις κανένα μεγάλο κακό, να τις κάψεις και θα 'ρθω να σε βοηθήσω.
Έφυγε αυτή (ушла она), γύρισε από δω, γύρισε από κει (скиталась отсюда, скиталась оттуда = скиталась то тут, то там), γύρισε χώρες, γύρισε χωριά (скиталась по странам, скиталась по деревням), γύρισε μέρη πολλά (скиталась в местностях многих), λιώσανε τα ρούχα της (износились одежды её). Μια νύχτα (одной ночью = однажды ночью), εκεί που περπάταγε στην ερημιά (там, где шла в глуши), βλέπει ένα φως από μακριά (видит свет издалека).
Πάει κοντά (идёт ближе = подходит ближе) και βροντάει σε μιας γριάς το καλύβι (и стучится в одной старухи хижину = в хижину одной старухи), που ζούσε με το γιο της (которая жила с сыном её).
– Άνοιξε μου, σε παρακαλώ (открой мне, тебя прошу), καλή μου κυρούλα (добрая моя госпожа), κι άσε με να ξαποστάσω (и позволь мне отдохнуть), γιατί απόκανα να περπατώ… (потому что /я/ устала идти)
– Από πού έρχεσαι; της λέει η γριά (откуда идёшь? – ей говорит старуха).
– Δούλευα σ' ένα χτήμα (/я/ работала в усадьбе) και μ' έδιωξε το αφεντικό (и меня прогнал хозяин).
Έφυγε αυτή, γύρισε από δω, γύρισε από κει, γύρισε χώρες, γύρισε χωριά, γύρισε μέρη πολλά, λιώσανε τα ρούχα της. Μια νύχτα, εκεί που περπάταγε στην ερημιά, βλέπει ένα φως από μακριά.
Πάει κοντά και βροντάει σε μιας γριάς το καλύβι, που ζούσε με το γιο της.
– Άνοιξε μου, σε παρακαλώ, καλή μου κυρούλα, κι άσε με να ξαποστάσω, γιατί απόκαμα να περπατώ…
Από πού έρχεσαι; της λέει η γριά.
Δούλευα σ' ένα χτήμα και μ' έδιωξε το αφεντικό.
Την παίρνει η γριά (её берёт старуха = старуха её пускает), της δίνει να φάει (ей даёт поесть) και της στρώνει να κοιμηθεί (и ей стелит, чтобы /она/ поспала). Όταν ξεκουράστηκε, λέει της γριάς (когда отдохнула, говорит старухе):
– Δε μου δίνεις τα ρούχα του παιδιού σου (не дашь мне одежды ребёнка твоего) και το καπέλο του (и шапку его), να ντυθώ άντρας να φύγω (чтобы /я/ переоделась мужчиной чтобы уйти), γιατί έτσι θα βρω πιο εύκολα δουλειά; (потому что так найду более легко работу?)
Η γριά την λυπήθηκε (старуха её пожалела) και της έδωσε ό, τι ζήτησε (и ей дала то, что просила). Εκείνη ντύθηκε αντρίκεια (та оделась по-мужски), έχωσε στο καπέλο τα μαλλιά της κι έφυγε (засунула под шапку волосы свои и ушла).
Την παίρνει η γριά, της δίνει να φάει και της στρώνει να κοιμηθεί. Όταν ξεκουράστηκε, λέει της γριάς:
– Δε μου δίνεις τα ρούχα του παιδιού σου και το καπέλο του, να ντυθώ άντρας να φύγω, γιατί έτσι θα βρω πιο εύκολα δουλειά;
Η γριά την λυπήθηκε και της έδωσε ό, τι ζήτησε. Εκείνη ντύθηκε αντρίκεια, έχωσε στο καπέλο τα μαλλιά της κι έφυγε.
Γύρισε από δω, γύρισε από κει (скиталась то тут, то там) , γύρισε τον κόσμο όλον (скиталась по миру всему), ώσπου φτάνει σ' ένα βασίλειο (пока не пришла в царство) που βασίλευε ένας βασιλιάς (где царствовал один царь). Βροντάει την πόρτα (стучит в дверь), παρακαλεί τους υπηρέτες (просит слуг) να την πάρει ο βασιλιάς στη δούλεψη του (чтобы её взял царь на службу свою).
Ρώτησαν το βασιλιά και αποκρίθηκε (спросили царя, и /он/ ответил):
– Φέρτε τον να τον δω (приведите его, чтобы /я/ на него посмотрел). Παρουσιάζεται μπροστά του (предстаёт перед ним) ένα όμορφο παλικάρι (красивый парень).
– Με λένε Γιάννη (меня зовут Яннис).
Γύρισε από δω, γύρισε από κει, γύρισε τον κόσμο όλον, ώσπου φτάνει σ' ένα βασίλειο που βασίλευε ένας βασιλιάς. Βροντάει την πόρτα, παρακαλεί τους υπηρέτες να την πάρει ο βασιλιάς στη δούλεψη του.
Ρώτησαν το βασιλιά και αποκρίθηκε:
– Φέρτε τον να τον ιδώ.
Παρουσιάζεται μπροστά του ένα όμορφο παλικάρι.
Με λένε Γιάννη.
Καλά, του λέει, Γιάννη (хорошо, – ему говорит /царь/ – Яннис), θα σε πάρω στη δούλεψη μου (я тебя возьму на службу мою). Θα πηγαίνω για κυνήγι (буду ездить на охоту) και για περίπατο με τ' άλογο μου (и на прогулку на коне моём) και, άμα δε θέλει να 'ρχεται η βασίλισσα (и, если не хочет пойти царица), θα με ακολουθείς εσύ (меня сопровождать будешь ты; ακολουθώ – следовать; сопровождать). Θα 'σαι ακόλουθος μου (/ты/ будешь сопровождающий мой).
Δέχτηκε ο Γιάννης (был принят Яннис) κι από τότε άρχισε να βγαίνει με το βασιλιά στο κυνήγι (и с тех пор: "от тогда" начал выезжать с царём на охоту) και να υπηρετάει τη βασίλισσα (и прислуживать царице). Ήτανε κι όμορφος (был /он ведь/ и красивый)!
– Καλά, του λέει, Γιάννη, θα σε πάρω στη δούλεψη μου. Θα πηγαίνω για κυνήγι και για περίπατο με τ' άλογο μου και, άμα δε θέλει να 'ρχεται η βασίλισσα, θα με ακολουθείς εσύ. Θα 'σαι ακόλουθος μου.
Δέχτηκε ο Γιάννης κι από τότε άρχισε να βγαίνει με το βασιλιά στο κυνήγι και να υπηρετάει τη βασίλισσα. Ήτανε κι όμορφος!
Μετά από λίγες ημέρες, η βασίλισσα (через несколько дней царица), που 'βλεπε το μεγάλο ενδιαφέρον του βασιλιά για το Γιάννη (которая видела большой интерес царя к Яннису), άρχισε να ζηλεύει και να του λέει (начала ревновать и ему говорить):
– Δίωξε το Γιάννη, διώξ' τον (прогони Янниса, прогони его)!