Έριξε μέσα ασβέστη και θειάφι (бросил /моряк/ внутрь известь и серу), τ' ανακάτωσε και τα 'κανε αλοιφή (их смешал и из них сделал мазь; άνω – вверх, κάτω – вниз; ανακατώνω – смешивать). Άλειψε τ' αυτί του άρχοντα μια, δυο, τρεις φορές (помазал ухо правителя один, два, три раза; αλείφω). Την τρίτη φορά έγνεψε στο διάβολο (на третий раз подал знак бесу; γνέφω – давать знак) κι εκείνος φραπ! βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά (и тот – раз! – вышел из уха царя). Ο βασιλιάς έγινε περδίκι μεμιάς (царь выздоровел моментально; το περδίκι – маленькая куропатка; είμαι περδίκι – быть здоровым; γίνομαι περδίκι – выздоравливать, набираться сил)!
– Χαλάλι σου ένα πουγκί φλουριά (для тебя не жалко кошелька монет; χαλάλι σου – для тебя не жалко). Με γιάτρεψες (/ты/ меня вылечил) κι ανάθεμα τους γιατρούς και τις σοφίες τους (и проклятье врачам и премудростям их; η σοφία – мудрость), είπε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα φλουριά (сказал царь и ему дал деньги).
Έριξε μέσα ασβέστη και θειάφι, τ' ανακάτωσε και τα 'κανε αλοιφή. Άλειψε τ' αυτί του άρχοντα μια, δυο, τρεις φορές. Την τρίτη φορά έγνεψε στο διάβολο κι εκείνος φραπ! βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά. Ο βασιλιάς έγινε περδίκι μεμιάς!
– Χαλάλι σου ένα πουγκί φλουριά. Με γιάτρεψες κι ανάθεμα τους γιατρούς και τις σοφίες τους, είπε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα φλουριά.
Τα παίρνει ο ναύτης (их берёт моряк) και τρέχει αμέσως για το κόκκινο κονοστάσι (и бежит тотчас к красному иконостасу). Να σου κι ο διάβολος ακριβώς τα μεσάνυχτα (вот тебе и бес, точно в полночь).
– Δεν πιστεύω να περιμένεις μερτικό; (не верю, /неужели ты/ ждёшь доли /своей/?) Διάβολος είσαι, δε σου λείπουν τα φλουριά (/ты/ бес, тебе не недостает денег = тебе хватает денег). Κι ύστερα μου το χρώσταγες (и потом /ты/ мне задолжал; χρωστώ – быть должником, задолжать). Εγώ σε γλίτωσα απ' το μπουκάλι του παπα-Μανόλη (я тебя освободил из бутылки отца Манолиса; γλιτώνω / γλύτωνω – спасать, освобождать; спасаться, избавляться).
Αυτά είπε ο ναύτης κοροϊδευτικά στο διάβολο (это сказал моряк насмешливо бесу) και τράβηξε για το χωριό του (и отправился в деревню свою).
Τα παίρνει ο ναύτης και τρέχει αμέσως για το κόκκινο κονοστάσι. Να σου κι ο διάβολος ακριβώς τα μεσάνυχτα.
– Δεν πιστεύω να περιμένεις μερτικό; Διάβολος είσαι, δε σου λείπουν τα φλουριά. Κι ύστερα μου το χρώσταγες. Εγώ σε γλίτωσα απ' το μπουκάλι του παπα-Μανόλη.
Αυτά είπε ο ναύτης κοροϊδευτικά στο διάβολο και τράβηξε για το χωριό του.
– Θα μου το πληρώσεις (/ты/ мне за это заплатишь)! Εμένα με λένε διάβολο και δε θα μου γλιτώσεις (меня зовут бес = я – бес, и не избавишься от меня)!
Ο ναύτης πήγε στο χωριό του (моряк отправился в деревню свою) κι ο διάβολος σε μια άλλη πολιτεία, στο παλάτι (и бес в другой город, во дворец), κατευθείαν στο αυτί του βασιλιά (прямиком в ухо царя). Τι έγινε το ξέρετε (что случилось – это /вы/ знаете)! Τα ίδια και χειρότερα (то же и хуже)! Πονούσε κι αυτός ο βασιλιάς (заболел и этот царь), φώναζε ο ντελάλης στους δρόμους (кричал глашатай на дорогах), το 'μαθε ο άλλος βασιλιάς που είχε γιατρευτεί (это узнал другой царь, который вылечился) και τους έστειλε τα μαντάτα (и им послал известия; το μαντάτο – весть, известие, новость):
– Θα μου το πληρώσεις! Εμένα με λένε διάβολο και δε θα μου γλιτώσεις!
Ο ναύτης πήγε στο χωριό του κι ο διάβολος σε μια άλλη πολιτεία, στο παλάτι, κατευθείαν στο αυτί του βασιλιά. Τι έγινε το ξέρετε! Τα ίδια και χειρότερα! Πονούσε κι αυτός ο βασιλιάς, φώναζε ο ντελάλης στους δρόμους, το 'μαθε ο άλλος βασιλιάς που είχε γιατρευτεί και τους έστειλε τα μαντάτα:
– Θα πάτε να βρείτε το ναύτη που με γιάτρεψε (пойдите найдите моряка, который меня излечил), να βρει κι ο βασιλιάς σας την υγειά του (чтобы обрёл: " нашёл" и царь ваш здоровье его).
Ρωτάνε, ξαναρωτάνε οι αυλικοί (спрашивали, снова спрашивали придворные), τον βρίσκουν το ναύτη στο χωριό του (нашли моряка в деревне его) να τρώει με χρυσά κουτάλια (/когда он/ ел золотыми ложками).
– Έλα να γιατρέψεις και το δικό μας βασιλιά (давай излечи и нашего царя) κι ύστερα θα τρως με κουτάλια μαλαματένια, του είπαν (и потом будешь есть ложками золотыми, – ему сказали).
Κι ο ναύτης δέχτηκε και πήγε μαζί τους (и моряк согласился, и пошёл с ними; δέχομαι – принимать; соглашаться). Βρήκαν το βασιλιά να βογκάει απ' τον πόνο (нашли царя, стонущего от боли; βογγάω – стонать, охать; реветь, шуметь).
– Θα πάτε να βρείτε το ναύτη που με γιάτρεψε, να βρει κι ο βασιλιάς σας την υγειά του.
Ρωτάνε, ξαναρωτάνε οι αυλικοί, τον βρίσκουν το ναύτη στο χωριό του να τρώει με χρυσά κουτάλια.
– Έλα να γιατρέψεις και το δικό μας βασιλιά κι ύστερα θα τρως με κουτάλια μαλαματένια, του είπαν.
Κι ο ναύτης δέχτηκε και πήγε μαζί τους. Βρήκαν το βασιλιά να βογκάει απ' τον πόνο.
– Μη στενοχωριέσαι, μεγαλειότατε, εγώ θα σε γιατρέψω (не расстраивайся, /ваше/ величество, я тебя вылечу), είπε ο ναύτης κι έφτιαξε την αλοιφή με τον ασβέστη και το θειάφι (сказал моряк и сделал смесь из извести и серы).