Από τη μέρα εκείνη (с дня того) ο Θοδωρής δε ματάκουσε τις φωνές των ζωντανών (Тодорис не снова слышал = больше не слышал голоса животных), ούτε ξαναμάλωσε με την Ξάνθω (и больше не ссорился с Ксанто).
Ξημέρωσε κι η άλλη μέρα και δεν έγινε η κηδεία του. Έριξε το στάρι στο κοτέτσι, το ψωμί στα γουρούνια και πήγε το κερί στην εκκλησιά.
Από τη μέρα εκείνη ο Θοδωρής δε ματάκουσε τις φωνές των ζωντανών, ούτε ξαναμάλωσε με την Ξάνθω.
Ο θυμός του Απόστολου Πέτρου. (Гнев апостола Петра)
Μια φορά (однажды), τα χρόνια που ο Χριστός κι οι μαθητές του (во времена, когда Христос и ученики Его) περιδιάβαιναν την Ιουδαία (бродили по Иудее), βρέθηκαν σ' ένα χωριό (очутились в одной деревне). Τους έπιασε νύχτα (их застигла ночь) κι είπαν να ξαποστάσουν κάπου (и сказали = решили отдохнуть где-нибудь). Βρήκαν ένα χάνι (нашли постоялый двор) και, έτσι όπως ήταν κουρασμένοι (и, так как были уставшие), έπεσαν να κοιμηθούν (упали спать = улеглись спать). Του κάκου όμως (напрасно, однако). Φασαρία και φωνές ακούγονταν από κάτω (шум и голоса слышались снизу). Στέλνει ο Χριστός τον Πέτρο να δει τι γίνεται (посылает Христос Петра посмотреть, что происходит).
Μια φορά, τα χρόνια που ο Χριστός κι οι μαθητές του περιδιάβαιναν την Ιουδαία, βρέθηκαν σ' ένα χωριό. Τους έπιασε νύχτα κι είπαν να ξαποστάσουν κάπου. Βρήκαν ένα χάνι και, έτσι όπως ήταν κουρασμένοι, έπεσαν να κοιμηθούν. Του κάκου όμως. Φασαρία και φωνές ακούγονταν από κάτω. Στέλνει ο Χριστός τον Πέτρο να δει τι γίνεται.
– Σωπάστε κι είμαστε κουρασμένοι (замолчите и /мы/ устали). Ο Δάσκαλος θέλει ν' αναπαυτεί (Учитель хочет отдохнуть), τους λέγει ο Πέτρος κι ανεβαίνει να ησυχάσει (им говорит Пётр и поднимается, чтобы поспать; ησυχάζω – успокаиваться; отдыхать, лежать, спать).
Τι κι αν τους μίλησε; (что толку, что он с ними поговорил?: "что и если с ними поговорил") Σε λίγο (через немного; имеется в виду σε λίγο χρόνο – через некоторое время) ξανάρχισε ο σαματάς (возобновился шум).
Δάσκαλε, σαν να 'ναι πιωμένοι (Учитель, /они/ как будто пьяные). Θα ξαναπάω (снова пойду), μπας και πιάσουν τόπο τα λόγια μου (может быть, и окажутся полезными / возымеют действие слова мои; πιάνω τόπο – оказываться полезным /о советах, просьбах/; досл. «брать место»), είπε ο Πέτρος και ξαναπήγε (сказал Пётр и снова пошёл).
– Σωπάστε κι είμαστε κουρασμένοι. Ο Δάσκαλος θέλει ν' αναπαυτεί, τους λέγει ο Πέτρος κι ανεβαίνει να ησυχάσει.
Τι κι αν τους μίλησε; Σε λίγο ξανάρχισε ο σαματάς.
Δάσκαλε, σαν να 'ναι πιωμένοι. Θα ξαναπάω, μπας και πιάσουν τόπο τα λόγια μου, είπε ο Πέτρος και ξαναπήγε.
Σαν να μη καταλάβατε (будто /вы/ не понимаете) πως είν' αργά (что поздно) κι ο Δάσκαλος αναπαύεται (и Учитель отдыхает). Ησυχάστε (ложитесь), μπας κι ησυχάσουμε κι εμείς επιτέλους (может быть, уснём и мы наконец).
Ο Πέτρος γύρισε στη συντροφιά του (Пётр возвращается к компании своей) κι έπεσε να κοιμηθεί (и ложится спать). Χαμένος κόπος… (потерянный труд = тщетный труд) Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του (не успел закрыть глаза свои) κι ο σαματάς ξαναματάρχισε (и шум снова начался). Τώρα ακούστηκαν αγριεμένες φωνές (теперь слышались раздражённые голоса; αγριεύω – раздражаться, приходить в ярость). Λες και μάλωναν κάποιοι (скажешь = казалось, что и ругались некоторые = кто-то). Αγρίεψε ο Πέτρος (рассердился Пётр). Παίρνει το σπαθί του (взял меч свой) και, δίχως να τον προλάβει ο Χριστός (и, без /того/, чтобы его предупредил Христос), ορμάει στον κάτω οντά (устремляется вниз).
– Σαν να μη καταλάβατε πως είν' αργά κι ο Δάσκαλος αναπαύεται. Ησυχάστε, μπας κι ησυχάσουμε κι εμείς επιτέλους.
Ο Πέτρος γύρισε στη συντροφιά του κι έπεσε να κοιμηθεί. Χαμένος κόπος… Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του κι ο σαματάς ξαναματάρχισε. Τώρα ακούστηκαν αγριεμένες φωνές. Λες και μάλωναν κάποιοι. Αγρίεψε ο Πέτρος. Παίρνει το σπαθί του και, δίχως να τον προλάβει ο Χριστός, ορμάει στον κάτω οντά.
Ήταν δύο που καβγάδιζαν (были двое, кто ссорились), ένας Εβραίος κι ένας Σαμαριναίος (еврей и самаритянин). Μπαίνει στη μέση, μπας και τους χωρίσει (/Пётр/ идёт в середину, может быть, и их растащить). Τίποτα (ничего = безрезультатно). Άνθρωπος ήταν κι ο Πέτρος (человек был и Пётр), αρπάζει το σπαθί (хватает меч) και τους παίρνει τα κεφάλια (и отрубает им головы: "и им взял головы"). Κι έγινε ησυχία (и настала тишина). Ανέβηκε στην κάμαρη ο Απόστολος (поднялся в комнату апостол), τους ήβρε όλους να κοιμούνται (их нашёл всех спящих; βρίσκω) κι έπεσε κι αυτός και κοιμήθηκε (и лёг и сам и уснул).
Ήταν δύο που καβγάδιζαν, ένας Εβραίος κι ένας Σαμαριναίος. Μπαίνει στη μέση, μπας και τους χωρίσει. Τίποτα. Άνθρωπος ήταν κι ο Πέτρος, αρπάζει το σπαθί και τους παίρνει τα κεφάλια. Κι έγινε ησυχία. Ανέβηκε στην κάμαρη ο Απόστολος, τους ήβρε όλους να κοιμούνται κι έπεσε κι αυτός και κοιμήθηκε.