Ζούσε, μια φορά και έναν καιρό (жила, однажды), ένα αντρόγυνο (супружеская пара; ο άντρας – мужчина, муж; η γυναίκα – женщина, жена): ο Θοδωρής κι η Ξάνθω (Тодорис и Ксанто). Παιδιά δεν είχαν (детей не имели), είχαν όμως ζωντανά (имели, однако, скот; το ζωντανό – животное, скотина; во мн. ч. скот) και τα βοσκούσαν (и его пасли). Τη μέρα πήγαινε για βοσκή η Ξάνθω (днём шла на пастбище Ксанто) και τις νύχτες ο Θοδωρής (и ночами Тодорис). Τα καλοκαίρια (летом), σα φύλαγε τα ζωντανά ο Θοδωρής τα βράδια (когда сторожил скот Тодорис по вечерам), τον έπαιρνε καμιά φορά ο ύπνος (его охватывал иногда: "в некоторый раз" сон). Άφηνε τα σκυλιά να ξαγρυπνούν (оставлял собак, чтобы бодрствовали). Για προσκέφαλο είχε ένα κούτσουρο (для подушки = в качестве подушки имел пень), που ήταν κούφιο στη μέση (который был гнилой внутри).
Ζούσε, μια φορά και έναν καιρό, ένα αντρόγυνο: ο Θοδωρής κι η Ξάνθω. Παιδιά δεν είχαν, είχαν όμως ζωντανά και τα βοσκούσαν. Τη μέρα πήγαινε για βοσκή η Ξάνθω και τις νύχτες ο Θοδωρής. Τα καλοκαίρια, σα φύλαγε τα ζωντανά ο Θοδωρής τα βράδια, τον έπαιρνε καμιά φορά ο ύπνος. Άφηνε τα σκυλιά να ξαγρυπνούν. Για προσκέφαλο είχε ένα κούτσουρο, που ήταν κούφιο στη μέση.
Ένα χειμώνα έκαψαν όλα τα ξύλα (одной зимой сожгли все дрова) κι ο Θοδωρής δεν έβρισκε (и Тодорис не нашёл) τι να ρίξει στη φωτιά για να μη σβήσει (что бросить в огонь, чтобы не потух). Πάει και παίρνει το κούτσουρο (пошёл и взял пень) να το κάψει (чтобы его жечь). Όπως έκανε να το ρίξει στη φωτιά (когда собрался его бросить в огонь), πετάγεται από μέσα ένα φίδι (вылезла из середины змея). Τα 'χασε ο Θοδωρής (растерялся Тодорис; τα έχασε / έχασε τα μυαλά – потерял самообладание; растерялся, смутился) και έσκυψε να πάρει το τσαπί (и нагнулся, чтобы взять мотыгу) να το σκοτώσει (чтобы её убить).
Ένα χειμώνα έκαψαν όλα τα ξύλα κι ο Θοδωρής δεν έβρισκε τι να ρίξει στη φωτιά για να μη σβήσει. Πάει και παίρνει το κούτσουρο να το κάψει. Όπως έκανε να το ρίξει στη φωτιά, πετάγεται από μέσα ένα φίδι. Τα 'χασε ο Θοδωρής και έσκυψε να πάρει το τσαπί να το σκοτώσει.
– Μη με σκοτώνεις (не убивай меня), άκουσε το φίδι να του λέει με ανθρώπινη φωνή (услышал змею, ему говорящую человеческим голосом). Τόσο καιρό κοιμάσαι πάνω απ' το στόμα μου (столько времени спишь сверху над ртом моим) κι εγώ δε σε δάγκωσα (и я тебя не укусила). Άσε με να φύγω (позволь мне уйти) κι έχω κάτι να σου δώσω (и имею кое-что тебе дать = и тогда я тебе кое-что дам).
– Σαν τι θα μου δώσεις, φίδι πράμα; (ну и что ты мне дашь, змея, а?)
Μη με σκοτώνεις, άκουσε το φίδι να του λέει με ανθρώπινη φωνή. Τόσο καιρό κοιμάσαι πάνω απ' το στόμα μου κι εγώ δε σε δάγκωσα. Άσε με να φύγω κι έχω κάτι να σου δώσω.
Σαν τι θα μου δώσεις, φίδι πράμα;
Τη σοφία μου (мудрость мою). Ξέρω (знаю = умею) να ακούω και να καταλαβαίνω (слушать и понимать) τις φωνές των ζώων και των πουλιών (голоса животных и птиц). Έλα (давай), φέρε το στόμα σου στο στόμα μου (поднеси рот свой ко рту моему), να πάρεις τη σοφία μου (чтобы /ты/ взял мудрость мою).
Το πίστεψε κι ο Θοδωρής (ей поверил и Тодорис) και πλησίασε το στόμα του στο στόμα του φιδιού (и приблизил рот свой ко рту змеи).
– Τη σοφία μου. Ξέρω να ακούω και να καταλαβαίνω τις φωνές των ζώων και των πουλιών. Έλα, φέρε το στόμα σου στο στόμα μου, να πάρεις τη σοφία μου.
Το πίστεψε κι ο Θοδωρής και πλησίασε το στόμα του στο στόμα του φιδιού.
– Από δω και πέρα (отныне: "отсюда и дальше") θα 'χεις τη σοφία μου (будешь иметь мудрость мою). Πρόσεξε, όμως (будь осторожен, однако), αν το μαρτυρήσεις σε άνθρωπο (если это расскажешь человеку; μαρτυρώ – подтверждать, признавать; выдавать; свидетельствовать), την άλλη μέρα θα πεθάνεις (на следующий день умрёшь).
Αυτά είπε το φίδι (это сказала змея) και σύρθηκε να βρει αλλού να ξεχειμωνιάσει (и отправилась искать в другом месте /где бы ей/ перезимовать).
Την άλλη μέρα (на следующий день), που πήγε στο κοπάδι ο Θοδωρής (когда пошёл к стаду Тодорис) κι άκουσε τα ζώα να βελάζουν (и услышал, /как/ животные блеют), κατάλαβε ποια ήθελαν τάισμα και ποια ήθελαν πότισμα (понял, которые хотели бы еды и которые бы хотели питья; το τά(γ)ισμα – кормление; η ταγή – корм, фураж). Ήταν χαρούμενος (/Тодорис/ был радостный) γιατί τώρα κόπιαζε λιγότερο (потому что теперь уставал меньше; κοπιάζω – усердно трудиться; уставать, утомляться).
– Από δω και πέρα θα 'χεις τη σοφία μου. Πρόσεξε, όμως, αν το μαρτυρήσεις σε άνθρωπο,την άλλη μέρα θα πεθάνεις.
Αυτά είπε το φίδι και σύρθηκε να βρει αλλού να ξεχειμωνιάσει.
Την άλλη μέρα, που πήγε στο κοπάδι ο Θοδωρής κι άκουσε τα ζώα να βελάζουν, κατάλαβε ποια ήθελαν τάισμα και ποια ήθελαν πότισμα. Ήταν χαρούμενος γιατί τώρα κόπιαζε λιγότερο.
Πέρασε ο χειμώνας (прошла зима) κι η Ξάνθω ήθελε να πάει να δει τη μάνα της (и Ксанто захотела пойти повидать: "увидеть" мать её) στο διπλανό χωριό (в соседнюю деревню).
Άιντε, Θοδωρή, να πάρουμε τη φοράδα (эй, Тодорис, давай возьмём лошадь) να πάμε στη μάνα μου (чтобы поехать к маме моей).