«Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, οι Αελίτες πέρασαν τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, το Δρακότειχος, η μόνη φορά που το έκαναν. Ρήμαξαν την Καιρχίν, κατατρόπωσαν όλους τους στρατούς που στάλθηκαν εναντίον τους, έκαψαν την ίδια την πόλη της Καιρχίν και έφτασαν πολεμώντας ως την Ταρ Βάλον. Ήταν χειμώνας και χιόνιζε, μα οι Αελίτες δεν λογαριάζουν κρύο και ζέστη. Η τελευταία μάχη, η τελευταία που είχε σημασία, δόθηκε έξω από τα Λαμπερά Τείχη, στη Σκιά του Όρους του Δράκοντα. Μετά από μάχη, που κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, οι Αελίτες οπισθοχώρησαν. Ή μάλλον γύρισαν πίσω, επειδή είχαν κάνει αυτό που είχαν έρθει να κάνουν, δηλαδή να σκοτώσουν τον Βασιλιά Λάμαν της Καιρχίν, για την αμαρτία του σε βάρος του Δένδρου. Εκεί λοιπόν είναι η αρχή της ιστορίας μου. Και η δική σου».
«Τότε ήμουν μια από τις Αποδεχθείσες», είπε η Μουαραίν, «όπως και η Μητέρα μας, η Έδρα της Άμερλιν. Σύντομα θα γινόμασταν αδελφές, κι εκείνη τη νύχτα ήμασταν ακόλουθοι της τότε Άμερλιν. Ήταν εκεί η Τηρήτρια των Χρονικών της, η Γκιτάρα Μορόζο. Όλες οι άλλες αδελφές της Ταρ Βάλον είχαν βγει να Θεραπεύσουν όσους έβρισκαν, ακόμα και οι Κόκκινες. Ήταν το χάραμα. Η φωτιά στο τζάκι δεν έδιωχνε την παγωνιά. Είχε σταματήσει να χιονίζει επιτέλους, και στα διαμερίσματα της Άμερλιν, στο Λευκό Πύργο, μυρίζαμε τον καπνό από τα κοντινά χωριά, τα οποία είχαν πυρποληθεί στη μάχη».
Η Μουαραίν είχε σταματήσει, μα τώρα η αναλλοίωτη φωνή της τον έκοψε, απαλή και ανελέητη. «Ο
Πλαγιά του βουνού. Άκουσα ένα μωρό να κλαίει. Γέννησε εκεί μόνη της, πριν πεθάνει. Παιδί μελανιασμένο από το κρύο. Ο Ραντ προσπάθησε να διώξει τη φωνή του Ταμ. Το κενό μίκρυνε. «Όνειρο απ’ τον πυρετό», είπε πνιχτά. Δεν μπορούσα να αφήσω ένα παιδί. «Γεννήθηκα στους Δύο Ποταμούς». Πάντα ήξερα ότι ήθελες παιδιά, Κάρι. Τράβηξε το βλέμμα του από τα μάτια της Άμερλιν. Προσπάθησε να αναγκάσει το κενό να αντέξει. Ήξερε ότι δεν ήταν αυτός ο σωστός τρόπος, αλλά το κενό κατέρρεε πάνω του. Ναι, καλή μου. Το «Ραντ» είναι καλό όνομα. «Είμαι — ο Ραντ — αλ’Θορ!» Τα πόδια του έτρεμαν.
«Κι έτσι καταλάβαμε ότι ο Δράκοντας είχε Ξαναγεννηθεί», συνέχισε η Μουαραίν. «Η Άμερλιν μας όρκισε να μην μιλήσουμε, εμάς τις δύο, γιατί ήξερε ότι δεν θα έβλεπαν όλες οι αδελφές το Ξαναγέννημα με τον σωστό τρόπο. Μας έβαλε να ψάξουμε. Μετά από κείνη τη μάχη υπήρχαν πολλά παιδιά που ήταν ορφανά από πατέρα. Πάρα πολλά. Μα ακούσαμε μια ιστορία, ότι κάποιος είχε βρει ένα μωρό στο βουνό. Αυτό ήταν όλο. Ένας άνδρας και ένα μωρό αγοράκι. Συνεχίσαμε λοιπόν το ψάξιμο. Χρόνια ψάχναμε, βρίσκαμε άλλα στοιχεία, μελετούσαμε τις Προφητείες. ‘Θα είναι του αρχαίου αίματος και θα ανατραφεί στο παλτό αίμα’. Μία ήταν αυτή· υπήρχαν άλλες. Όμως υπάρχουν πολλά μέρη, όπου το παλιό αίμα, που κατάγεται από την Εποχή των Θρύλων, είναι ακόμα δυνατό. Κι έπειτα, στους Δύο Ποταμούς, όπου το παλιό αίμα της Μανέθερεν αφρίζει ακόμα σαν πλημμυρισμένο ποτάμι, στο Πεδίο του Έμοντ βρήκα τρία αγόρια, που οι μέρες του ονοματίσματός τους είχαν μόνο λίγες βδομάδες διαφορά από τη μάχη στο Όρος του Δράκοντα. Και ο ένας απ’ αυτούς μπορεί να διαβιβάσει. Νομίζεις ότι οι Τρόλοκ σε κυνήγησαν μόνο επειδή είσαι