Οι τρεις Άες Σεντάι δεν του έδιναν πια καθόλου προσοχή. Αυτό το σπαθί», είπε η Έδρα της Άμερλιν. «Μοιάζει να είναι λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Πού τη βρήκε, Μουαραίν;»
«Ο Ταμ αλ’Θορ έφυγε μικρός από τους Δύο Ποταμούς, Μητέρα. Κατατάχθηκε στο στρατό του Ίλιαν και υπηρέτησε στον Πόλεμο των Λευκομανδιτών και στους δύο τελευταίους πολέμους με το Δάκρυ. Με τον καιρό έγινε ξιφομάχος και Υπολοχαγός των Συντρόφων. Μετά τον Πόλεμο των Αελιτών, ο Ταμ αλ’Θορ επέστρεψε στους Δύο Ποταμούς με τη σύζυγο του από το Κάεμλυν και με ένα μωρό αγοράκι. Θα είχαμε προλάβει πολλά, αν το ήξερα νωρίτερα, αλλά τώρα το ξέρω».
Ο Ραντ κοίταξε τη Μουαραίν. Ήξερε ότι ο Ταμ είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς και είχε ξαναγυρίσει με ξένη γυναίκα και με το σπαθί, μα τα υπόλοιπα...
«Ενάντια στο Δάκρυ». Η Έδρα της Άμερλιν συνοφρυώθηκε λιγάκι. «Υπήρχαν ευθύνες και στις δύο πλευρές για κείνους τους πολέμους. Ανόητοι άνδρες, που προτιμούσαν να πολεμήσουν παρά να μιλήσουν. Βέριν, μπορείς να καταλάβεις αν η λεπίδα είναι αυθεντική;»
«Υπάρχουν τρόποι να δοκιμαστεί, Μητέρα».
«Τότε πάρε την και δοκίμασε την, Κόρη μου».
Οι τρεις γυναίκες ούτε που τον κοίταζαν. Ο Ραντ έκανε ένα βήμα πίσω, σφίγγοντας γερά τη λαβή. «Αυτή τη λεπίδα μου την έδωσε ο πατέρας μου», είπε θυμωμένα. «Κανένας δεν θα μου την πάρει». Μόνο τότε κατάλαβε ότι η Βέριν δεν είχε σηκωθεί από την καρέκλα. Τις κοίταξε σαστισμένος, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία του.
«Άρα», είπε η Έδρα της Άμερλιν, «έχεις μέσα σου λίγη φλόγα, πέρα απ’ ό,τι άλλο σου έδωσε ο Λαν. Ωραία. Θα τη χρειαστείς».
«Είμαι αυτό που είμαι, Μητέρα», κατόρθωσε να πει, με κάποια άνεση. «Στέκω έτοιμος για ό,τι κι αν έρθει».
Η Έδρα της Άμερλιν μόρφασε. «Πράγματι σε περιέλαβε ο Λαν. Άκουσε με, μικρέ. Σε λίγες ώρες, ο Ίνγκταρ θα φύγει για να βρει το κλεμμένο Κέρας. Ο φίλος σου ο Ματ θα πάει μαζί του. Φαντάζομαι πως θα πάει και ο άλλος φίλος σου, ο — Πέριν; Θέλεις να τους κάνεις παρέα;»
«Θα πάνε ο Ματ και ο Πέριν; Γιατί;» Θυμήθηκε καθυστερημένα να προσθέσει «Μητέρα» με σεβασμό.
«Ξέρεις το εγχειρίδιο που είχε ο φίλος σου;» Τα χείλη της, που στράβωσαν για μια στιγμή, έδειξαν τι γνώμη είχε για το εγχειρίδιο. «Κλάπηκε κι αυτό. Αν δεν βρεθεί, ο σύνδεσμος ανάμεσα σ’ αυτόν και στη λεπίδα δεν μπορεί να σπάσει εντελώς και ο φίλος σου θα πεθάνει. Μπορείς να πας μαζί τους, αν θέλεις. Ή μπορείς να μείνεις εδώ. Χωρίς αμφιβολία, ο Άρχοντας Άγκελμαρ θα σε αφήσει να μείνεις ως καλεσμένος όσο καιρό θέλεις. Κι εγώ επίσης θα φύγω σήμερα. Θα με συνοδεύσει η Μουαραίν Σεντάι, το ίδιο και η Εγκουέν με τη Νυνάβε, κι έτσι, αν μείνεις, θα είσαι μόνος. Η επιλογή είναι δική σου».
Ο Ραντ την κοίταξε.
«Δεν χρειάζεται να διαλέξεις τώρα», είπε η Άμερλιν. Ούτε κι αυτή έδειχνε να νοιάζεται. «Αλλά θα πρέπει να διαλέξεις πριν φύγει ο Ίνγκταρ».
«Θα πάω με τον Ίνγκταρ, Μητέρα».
Η Έδρα της Άμερλιν ένευσε αφηρημένα. «Τώρα που αυτό ξεκαθαρίστηκε, πάμε στα σημαντικά. Ξέρω ότι μπορείς να διαβιβάσεις, μικρέ. Τι ξέρεις;»
Ο Ραντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εκεί που ανησυχούσε για τον Ματ, η αμέριμνη κουβέντα της τον είχε χτυπήσει σαν πόρτα στάβλου. Όλες οι συμβουλές και οι οδηγίες του Λαν πέταξαν μακριά του. Στάθηκε ατενίζοντάς την, γλύφοντας τα χείλη του. Ήταν άλλο να πιστεύει ότι η Άμερλιν ήξερε κι άλλο να ανακαλύπτει ότι όντως ήξερε. Ο ιδρώτας τελικά γέμισε το μέτωπό του κόμπους.
Η Άμερλιν έγειρε μπροστά στην πολυθρόνα της, περιμένοντας την απάντησή του, αλλά ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι θα προτιμούσε να γείρει πίσω, μακριά του. Θυμήθηκε τι του είχε πει ο Λαν.
«Όχι, δεν μπορώ. Εννοώ... Δεν το έκανα θέλοντας. Απλώς έγινε. Δεν θέλω να — να διαβιβάζω τη Δύναμη. Δεν θέλω να το ξανακάνω ποτέ. Ορκίζομαι».