Ο Ραντ στην αρχή περπατούσε νευρικός, με τα πόδια αλύγιστα, δίπλα στον Πρόμαχο.
Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι πλήθος κόσμου, υπηρέτες, που πήγαιναν στις πρωινές δουλειές τους, πολεμιστές, που έφεραν σπαθιά και φορούσαν άνετες ρόμπες. Μερικά μικρά αγόρια κρατούσαν σπαθιά εξάσκησης και έμεναν κοντά στους μεγαλυτέρους τους, μιμούμενα τον τρόπο που περπατούσαν. Δεν απέμενε ίχνος από τη μάχη, αλλά ακόμα και τα παιδιά είχαν έναν αέρα επιφυλακής. Οι ενήλικες έμοιαζαν με γάτες, που περίμεναν κοπάδι ποντικών.
Ο Ίνγκταρ έριξε ένα αλλόκοτο βλέμμα στον Ραντ και τον Λαν, σχεδόν ανήσυχο, κι άνοιξε το στόμα, αλλά δεν είπε τίποτα, καθώς περνούσαν από δίπλα του. Ο Κατζίν, ψηλός και λεπτός και χλωμός, ανεβοκατέβασε τις γροθιές πάνω από το κεφάλι του και φώναξε,
Ο Ραντ αναπήδησε.
Ο Λαν σ’ απάντηση σήκωσε τις γροθιές του.
Αν το ’βαζε στα πόδια, θα πρόφταινε να χαθεί στο πλήθος μέχρι να βρει το άλογό του;
Καθώς πλησίαζαν τα διαμερίσματα των γυναικών, ο Λαν ξαφνικά φώναξε κοφτά, «Η Γάτα Διασχίζει την Αυλή!»
Ο Ραντ, ξαφνιασμένος, πήρε τη στάση βαδίσματος που είχε διδαχθεί, με τη ράχη ίσια αλλά τους μύες χαλαρωμένους, σαν να κρεμόταν από σχοινί που ήταν δεμένο στο κεφάλι του. Ήταν ένας χαλαρός τρόπος βαδίσματος, αυθάδικος σχεδόν. Χαλαρός εξωτερικά, γιατί μέσα του ο Ραντ άλλο ένιωθε. Δεν προλάβαινε να αναρωτηθεί τι έκανε. Πήραν στροφή στον τελευταίο διάδρομο, προχωρώντας με το ίδιο βήμα.
Οι γυναίκες στην είσοδο των γυναικωνιτών σήκωσαν ατάραχα το βλέμμα, καθώς οι δυο τους πλησίαζαν. Μερικές κάθονταν πίσω από γερτά τραπέζια, ελέγχοντας μεγάλα βιβλία με αριθμούς και κρατώντας μερικές φορές σημείωση. Άλλες έπλεκαν, ή δούλευαν με βελόνα και καφασωτό. Σ’ αυτή τη βάρδια υπήρχαν αρχόντισσες στα μεταξωτά, όπως επίσης και υπηρέτριες με λιβρέες. Οι αψιδωτές πόρτες στέκονταν ορθάνοιχτες, με τις γυναίκες σαν μοναδικούς φρουρούς. Δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω. Κανένας Σιναρανός άνδρας δεν θα έμπαινε απρόσκλητος, μα ο κάθε Σιναρανός άνδρας ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί αυτή την πόρτα, αν υπήρχε ανάγκη, και θα ένιωθε φρίκη, αν υπήρχε ανάγκη.
Ο Ραντ ένιωσε την ξινίλα να αναδεύεται στο στομάχι του.
Μια από τις ακόλουθους της Αμαλίζας, η Νισούρα, μια στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα, άφησε κατά μέρος το εργόχειρό της και σηκώθηκε, καθώς οι δυο τους σταματούσαν. Τα μάτια της πετάχτηκαν στα σπαθιά τους και το στόμα της σφίχτηκε, μα δεν τα ανέφερε. Όλες οι γυναίκες σταμάτησαν ό,τι έκαναν για να δουν, σιωπηλές και προσηλωμένες.
«Τιμή και στους δυο σας», είπε η Νισούρα, σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι. Έριξε μια ματιά στον Ραντ, τόσο φευγαλέα, που αυτός δεν ήταν σίγουρος αν την είχε δει· του θύμισε αυτό που του είχε πει ο Πέριν. «Η Έδρα της Άμερλιν σας περιμένει». Έκανε μια κίνηση και δύο άλλες αρχόντισσες —όχι υπηρέτριες· τους δέχονταν με τιμές— βγήκαν μπροστά για να τους συνοδεύσουν. Οι γυναίκες έσκυψαν το κεψάλι, κατά τι χαμηλότερα απ’ όσο η Νισούρα, και τους έκαναν νόημα να περάσουν από την αψίδα. Και οι δυο έριζαν μια λοξή ματιά στον Ραντ και μετά δεν τον ξανακοίταξαν.
Μέσα τους αντάμωσαν οι ματιές που περίμενε ο Ραντ —δύο άνδρες στα διαμερίσματα των γυναικών, όπου οι άνδρες σπάνιζαν— και κι σπαθιά τους έκαναν αρκετά φρύδια να υψωθούν, αλλά καμία γυναίκα δεν μίλησε. Οι δυο άνδρες άφησαν εστίες συζήτησης στο πέρασμά τους, απαλά μουρμουρίσμαια, τα οποία ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει. Ο Λαν προχωρούσε με πλατιά βήματα, σαν να μην το είχε καν προσέξει. Ο Ραντ προχωρούσε με ήρεμο ρυθμό πίσω από τις συνοδούς τους και ευχόταν να μπορούσε να ακούσει.