Η παύση έκανε τις τρίχες του να σηκωθούν. Έλεγε ψέματα, με κάποιον τρόπο. Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν έλεγαν ψέματα, μα και δεν έλεγαν πάντα την αλήθεια. Ο Πέριν δεν ήξερε τι συνέβαινε —η Λίαντριν τον έψαχνε, η Ληάνε του έλεγε ψέματα— αλλά του φαινόταν πως ήταν καιρός να το σκάσει από τις Άες Σεντάι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον Ματ.
«Ευχαριστώ», είπε. «Ας τον αφήσω τότε να κοιμηθεί. Με συγχωρείς».
Προσπάθησε να γλιστρήσει γύρω της για να φτάσει στην πόρτα, αλλά ξαφνικά εκείνη τίναξε τα χέρια και τον έπιασε από το πρόσωπο, γέρνοντάς το προς τα κάτω για να κοπάζει τα μάτια του. Κάτι έμοιασε να περνάει από μέσα του, ένα ζεστό ρυτίδισμα, που ξεκίνησε από την κορυφή του κεφαλιού του και έφτασε ως τα πόδια του, κατ μετά ξανανέβηκε πάνω. Τράβηξε το κεφάλι του από τα χέρια της.
«Είσαι υγιής σαν νεαρό άγριο ζώο», του είπε αυτή, σουφρώνοντας τα χείλη της. «Αλλά, αν εσύ γεννήθηκες μ’ αυτά τα μάτια, τότε εγώ είμαι Λευκομανδίτισσα».
«Αυτά είναι τα μάτια που είχα πάντα», μούγκρισε ο Πέριν. Ένιωσε λίγη ενοχή, που μιλούσε σε μια Άες Σεντάι μ’ αυτόν τον τόνο, αλλά ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος όσο κι αυτή, όταν την έπιασε απαλά απ’ τα μπράτσα, την σήκωσε και την ξανάφησε απαλά παραπέρα, απομακρύνοντάς την από μπροστά του. Καθώς κοιτάζονταν, ο Πέριν αναρωτήθηκε, αν και τα δικά του μάτια ήταν διάπλατα ανοιχτά από το σοκ όσο τα δικά της. «Με συγχωρείς», ξανάπε, και προχώρησε, βάζοντάς το, παραλίγο, στα πόδια.
Ο Ραντ στριφογύριζε στο κρεβάτι του, προσπαθώντας να βρει βολική θέση στο λεπτό στρώμα. Το φως του ήλιου χυνόταν από τις βελοθυρίδες κι έβαφε τους γυμνούς πέτρινους τοίχους. Δεν είχε κοιμηθεί την υπόλοιπη νύχτα και ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί τώρα. Το δερμάτινο γιλέκο κειτόταν στο πάτωμα, ανάμεσα στο κρεβάτι του και τον τοίχο, αλλά, κατά τα άλλα, ήταν ντυμένος κανονικά, και φορούσε ακόμα και τις καινούργιες μπότες του. Το σπαθί του ήταν ακουμπισμένο πλάι στο κρεβάτι, και το τόξο με τη φαρέτρα βρισκόταν σε μια γωνιά, πέρα από τα δέματα που είχε κάνει με τους μανδύες.
Λεν μπορούσε να ξεφύγει από την αίσθηση ότι έπρεπε να πιάσει την ευκαιρία που του είχε δώσει η Μουαραίν και να φύγει αμέσως. Η παρόρμηση του είχε κρατήσει συντροφιά όλη νύχτα. Τρεις φορές είχε σηκωθεί να φύγει. Δυο φορές είχε φτάσει στο σημείο να ανοίξει την πόρτα. Οι διάδρομοι ήταν άδειοι, με εξαίρεση κάποιους υπηρέτες, οι οποίοι έκαναν κάτι τελευταίες δουλειές· ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Αλλά έπρεπε να ξέρει.
Ο Πέριν μπήκε στο δωμάτιο, με το κεφάλι σκυμμένο ενώ χασμουριόταν, και ο Ραντ ανακάθισε. «Τι κάνει η Εγκουέν; Και ο Ματ;»
«Η Εγκουέν κοιμάται, αυτό μου είπαν. Δεν μ’ άφησαν να μπω στους γυναικωνίτες να τη δω. Ο Ματ είναι—» Ο Πέριν ξαφνικά χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα, κατσουφιάζοντας. «Αν σε νοιάζει, γιατί δεν πήγες να τον δεις εσύ; Νόμιζα ότι δεν νοιάζεσαι άλλο πια για μας. Έτσι είπες». Ανοιξε το πορτάκι στο δικό του μέρος της ντουλάπας, έψαξε να βρει καθαρό πουκάμισο.
«Μα πήγα στο αναρρωτήριο, Πέριν. Ήταν μια Άες Σεντάι εκεί πέρα, εκείνη η ψηλή, που είναι πάντα μαζί με την Έδρα της Άμερλιν. Είπε ότι ο Ματ κοιμόταν, ότι έμπλεκα στα πόδια της, ότι έπρεπε να πάω άλλη ώρα. Έκανε σαν τον Αφέντη Θέην, όταν δίνει προστάγματα στους εργάτες στο μύλο. Ξέρεις πώς είναι ο Αφέντης Θέην, όλο φωνές και κακό, κάνε τη δουλειά σωστά με την πρώτη, δούλευε τώρα».
Ο Πέριν δεν απάντησε. Έβγαλε το παλτό του και τράβηξε το πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του.
Ο Ραντ κοίταξε για μια στιγμή την πλάτη του φίλου του, και μετά άφησε ένα γέλιο. «Θέλεις ν’ ακούσεις κάτι; Ξέρεις τι μου είπε; Η Άες Σεντάι στο αναρρωτήριο, εννοώ. Είδες πόσο ύψος έχει. Ψηλή σαν άνδρας. Μια παλάμη ψηλότερη να ήταν, θα με κοίταγε ίσια στα μάτια. Τέλος πάντων, με κοιτάζει από πάνω ίσαμε κάτω, και ύστερα λέει μουρμουριστά, ‘Σαν ψηλός να είσαι, ε; Πού ήσουν όταν ήμουν δεκάξι χρονών, ή ακόμα και τριάντα;’ Και βάζει τα γέλια, σαν να ήταν αστείο. Πώς σου φαίνεται αυτό;»
Ο Πέριν έβαλε καθαρό πουκάμισο και τον στραβοκοίταξε. Με τους πλατιούς ώμους του και τα πυκνά κατσαρά μαλλιά, θύμιζε στον Ραντ πληγωμένη αρκούδα. Μια αρκούδα που δεν καταλάβαινε γιατί είχε πληγωθεί.
«Πέριν—»
«Αν θέλεις να κάνεις αστεία με τις Άες Σεντάι», τον έκοψε ο Πέριν, «είναι δικός σου λογαριασμός. Άρχοντά μου». Έχωσε τις άκρες από το πουκάμισο στο παντελόνι του. «Δεν κάθομαι να λέω ευφυολογήματα —ευφυολογήματα; Αυτή είναι η σωστή λέξη;— μαζί με Άες Σεντάι. Αλλά, βέβαια, εγώ δεν είμαι παρά ένας αδέξιος σιδεράς, και δεν πρέπει να μπλέκω στα πόδια των άλλων. Άρχοντά μου». Άρπαξε το παλιό του από το πάτωμα και ξεκίνησε κατά την πόρτα.