Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Κοντοστάθηκε στην πόρτα για να αφουγκραστεί —δεν άκουγε βήματα από κανένα σημείο του διαδρόμου, ούτε τίποτα από την άλλη μεριά της πόρτας— και μετά μπήκε μέσα και την έκλεισε απαλά πίσω του.

Το αναρρωτήριο ήταν ένα μακρύ δωμάτιο με άσπρους τοίχους, και οι είσοδοι για τα μπαλκόνια των τοξοτών στις δύο άκρες άφηναν να περνά άφθονο φως. Ο Ματ ήταν σ’ ένα από τα στενά κρεβάτια που άγγιζαν τους τοίχους. Μετά από την προηγούμενη νύχτα, ο Πέριν περίμενε ότι θα υπήρχαν άνδρες στα πιο πολλά κρεβάτια, αλλά αμέσως σκέφτηκε ότι το οχυρό ήταν γεμάτο Άες Σεντάι. Το μόνο που δεν μπορούσε να Θεραπεύσει μια Άες Σεντάι ήταν ο θάνατος. Πάντως το δωμάτιο του μύριζε αρρώστια.

Ο Πέριν μόρφασε, όταν το σκέφτηκε. Ο Ματ κειτόταν ακίνητος, με τα μάτια κλειστά, τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στις κουβέρτες. Φαινόταν εξαντλημένος. Όχι ακριβώς σαν να ήταν άρρωστος, αλλά σαν να δούλευε τρεις μέρες στα χωράφια και είχε ξαπλώσει μόλις τώρα να αναπαυτεί. Όμως, μύριζε... λάθος. Ο Πέριν δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Απλώς λάθος.

Κάθισε προσεκτικά στο διπλανό κρεβάτι. Πάντα αυτά που έκανε τα έκανε προσεκτικά. Ήταν πιο μεγαλόσωμος από τους περισσότερους ανθρώπους, και από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ήταν πιο μεγαλόσωμος από τα άλλα αγόρια. Έπρεπε να προσέχει για να μην κάνει κακό σε κανέναν κατά λάθος, για να μην σπάσει τίποτα. Τώρα του ήταν δεύτερη φύση. Του άρεσε να σκέφτεται τα πράγματα σε βάθος, επίσης, και μερικές φορές να τα συζητά με άλλους. Τώρα που ο Ραντ περνιέται για άρχοντας, δεν μπορώ να τον μιλήσω, και σίγουρα ο Ματ δεν θα ’χει πολλά να πει.

Την προηγούμενη νύχτα είχε πάει σ’ έναν κήπο, για να σκεφτεί την κατάσταση σε βάθος. Η ανάμνηση ακόμα του έφερνε ντροπή. Αν δεν είχε πάει, θα ήταν στο δωμάτιό του, κι έτσι θα ακολουθούσε την Εγκουέν και τον Ματ, και ίσως τους γλίτωνε απ’ αυτό που είχαν πάθει. Ήξερε πως το πιθανότερο θα ήταν να είχε καταλήξει κι ο ίδιος σ’ ένα κρεβάτι εκεί, σαν τον Ματ, ή να είχε σκοτωθεί, όμως αυτό που ένιωθε δεν άλλαζε. Όμως είχε πάει στον κήπο, και αυτό που τον βασάνιζε τώρα δεν είχε σχέση με την επίθεση των Τρόλοκ.

Οι υπηρέτριες τον είχαν βρει να κάθεται εκεί στο σκοτάδι, μαζί τους και μια από τις ακόλουθους της Αρχόντισσας Αμαλίζας, η Αρχόντισσα Τιμόρα. Μόλις έπεσαν πάνω του, η Τιμόρα είχε στείλει αμέσως μια υπηρέτρια, και ο Πέριν την είχε ακούσει να της λέει, «Βρες τη Λίαντριν Σεντάι! Βιάσου!»

Είχαν σταθεί εκεί, κοιτάζοντάς τον, λες και πίστευαν ότι θα εξαφανιζόταν από μπροστά τους μ’ ένα σύννεφο καπνού, όπως κάνουν οι βάρδοι. Τότε είχε χτυπήσει ο πρώτος συναγερμός, και οι πάντες στο οχυρό είχαν αρχίσει να τρέχουν.

«Η Λίαντριν», μουρμούρισε τώρα. «Κόκκινο Άτζα. Η μόνη ασχολία τους είναι να κυνηγούν άνδρες που διαβιβάζουν. Λες να πιστεύει ότι είμαι τέτοιος; Όχι, ε;» Ο Ματ, φυσικά, δεν απάντησε. Ο Πέριν έτριψε λυπημένα τη μύτη του. «Να που μιλάω μόνος μου. Αυτό μου έλειπε, με τόσα που γίνονται».

Τα βλέφαρα του Ματ τρεμόπαιξαν. «Ποιος...; Πέριν; Τι έγινε;» Τα μάτια του δεν άνοιξαν τελείως και η φωνή του έμοιαζε σαν να ήταν ακόμα κοιμισμένος.

«Δεν θυμάσαι, Ματ;»

«Αν θυμάμαι;» Ο Ματ σήκωσε κοιμισμένα το χέρι προς το πρόσωπό του, το άφησε να ξαναπέσει στενάζοντας. Τα μάτια του μισόκλεισαν. «Θυμάμαι την Εγκουέν. Μου ζήτησε... να κατεβούμε... να δούμε τον Φάιν». Γέλασε, και το γέλιο έγινε χασμουρητό. «Δεν μου ζήτησε. Μου είπε... Δεν ξέρω τι έγινε ύστερα...» Έγλειψε τα χείλη και ξανακούστηκε η βαθιά, ομαλή ανάσα του ύπνου.

Ο Πέριν τινάχτηκε όρθιος, καθώς τα αυτιά του έπιαναν τον ήχο βημάτων που πλησίαζαν, αλλά δεν είχε μέρος να πάει. Ακόμα στεκόταν εκεί, δίπλα στο κρεβάτι του Ματ, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η Ληάνε. Η Άες Σεντάι σταμάτησε, στήριξε τις γροθιές στους γοφούς της και τον κοίταξε αργά από πάνω ως κάτω. Ήταν σχεδόν εξίσου ψηλή μ’ αυτόν.

«Για δες», είπε, με τόνο ήρεμο, αλλά και κοφτό συνάμα, «είσαι σχεδόν τόσο ωραίο παλικάρι, που θα ευχόμουν να ήμουν Πράσινη. Σχεδόν. Αλλά, αν ενόχλησες τον ασθενή μου... ε, τα έβαζα με αδέλφια που σ’ έφταναν στο μπόι, πριν πάω στον Πύργο, μη νομίζεις λοιπόν ότι θα σε βοηθήσουν οι πλάτες που έχεις».

Ο Πέριν ξερόβηξε. Τις μισές φορές δεν καταλάβαινε τι έλεγαν οι γυναίκες όταν μιλούσαν. Δεν είμαι σαν τον Ραντ. Αυτός ξέρει πώς να μιλά στα κορίτσια. Κατάλαβε ότι είχε κατσουφιάσει και πήρε άλλη έκφραση. Δεν ήθελε να σκεφτεί τον Ραντ, αλλά και δεν ήθελε να ι αράζει μια Άες Σεντάι, ειδικά αυτήν που είχε αρχίσει να χτυπά το πόδι στο πάτωμα με ανυπομονησία. «Α... δεν τον ενόχλησα. Ακόμα κοιμάται. Βλέπεις;»

«Όντως κοιμάται. Ευτυχώς για σένα. Τώρα, τι γυρεύεις εδώ; Θυμάμαι που σε έδιωξα μια φορά· μη νομίζεις ότι δεν το θυμάμαι».

«Ήθελα μόνο να δω τι κάνει».

Εκείνη δίστασε. «Κοιμάται, να τι κάνει. Και σε μερικές ώρες θα σηκωθεί απ’ αυτό το κρεβάτι, και θα σκεφτείς ότι ποτέ δεν είχε πάθει τίποτα».

Перейти на страницу:

Похожие книги