«Το σπαθί μου!» Το μεταξωτό πουκάμισο που περνούσε πάνω από το κεφάλι του Ραντ έπνιξε την κραυγή του. Το τράβηξε κι αυτό κατέβηκε. «Στους γυναικωνίτες; Λαν, αν πάω σε ακρόαση μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν —την Έδρα της Άμερλιν!— φορώντας σπαθί, θα με—»
«Δεν θα σου κάνει τίποτα», τον έκοψε ξερά ο Λαν. «Αν σε φοβηθεί η Άμερλιν —και βάλ’ το στο μυαλό σου ότι αυτό δεν θα γίνει, επειδή δεν ξέρω τίποτα που θα φόβιζε αυτή τη γυναίκα— δεν θα φταίει το σπαθί. Μην ξεχάσεις να γονατίσεις, όταν βρεθείς μπροστά της. Το ένα μόνο γόνατο, πρόσεχε», πρόσθεσε κοφτά. «Δεν είσαι κανένας έμπορος, που τον έπιασαν να κλέβει στο ζύγι. Ίσως πρέπει να κάνεις λίγη εξάσκηση».
«Νομίζω ότι ξέρω πώς. Είδα τους Φρουρούς της Βασίλισσας να γονατίζουν μπροστά στη Βασίλισσα Μοργκέις».
Μια υποψία χαμόγελου άγγιξε τα χείλη του Πρόμαχου. «Ναι, καν’ το έτσι. Θα τις βάλεις σε σκέψεις».
Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά, Λαν; Είσαι Πρόμαχος. Κάνεις σαν να ’σαι με το μέρος μου».
«Είμαι με το μέρος σου, βοσκέ. Λιγάκι. Όσο για να σε βοηθήσω κάπως». Το πρόσωπο του Πρόμαχου ήταν σαν πέτρα, και τα συμπονετικά λόγια φάνταζαν παράξενα μ’ αυτή την τραχιά φωνή. «Ό,τι εκπαίδευση έχεις, εγώ σου την πρόσφερα, και δεν θέλω να τρέμεις και να κλαψουρίζεις. Ο Τροχός μας υφαίνει όλους στο Σχήμα όπως το Μέλει. Έχεις λιγότερη ελευθερία σ’ αυτό απ’ όσο ο περισσότερος κόσμος, αλλά, μα το Φως, μπορείς να κρατήσεις το κεφάλι ψηλά. Μην ξεχνάς ποια είναι η Έδρα της Άμερλιν, βοσκέ, και δείξε της τον πρέποντα σεβασμό, αλλά κάνε ό,τι σου λέω και κοίτα την κατάματα. Ε, μη στέκεις χάσκοντας. Βάλε το πουκάμισο στο παντελόνι».
Ο Ραντ έκλεισε το στόμα και έστρωσε το πουκάμισο του.
Ο Λαν συνέχισε ασταμάτητα να του δίνει οδηγίες, όσο ο Ραντ έκανε να φορέσει το κόκκινο παλτό και να τακτοποιήσει το σπαθί του. Τι να πει και σε ποια, και τι να μην πει. Ακόμα και πώς έπρεπε να προχωρήσει. Ο Ραντ δεν ήξερε αν θα τα θυμόταν όλα —τα πιο πολλά φαίνονταν παράξενα, κι εύκολο να ξεχαστούν— και ήταν σίγουρος πως, αν ξεχνούσε κάτι, θα ήταν ακριβώς εκείνο που θα έκανε τις Άες Σεντάι να θυμώσουν μαζί του.
«Λαν, γιατί να μην φύγω έτσι απλά όπως το σχεδίαζα; Όταν πια καταλάβει ότι δεν θα πάω, εγώ θα είμαι μια λεύγα μακριά από τα τείχη και θα καλπάζω».
«Κι αυτή θα στείλει ανιχνευτές στο κατόπι σου πριν κάνεις δεύτερη λεύγα. Αυτό που θέλει η Έδρα της Άμερλιν, το παίρνει». Έστρωσε τη ζώνη του σπαθιού του Ραντ για να είναι η βαριά αγκράφα στο κέντρο. «Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για σένα. Πίστεψε το».
«Μα γιατί όλα αυτά; Τι νόημα έχουν; Γιατί να βάλω το χέρι πάνω από την καρδιά μου, αν η Έδρα της Άμερλιν σηκωθεί; Γιατί να αρνηθώ τα πάντα εκτός από νερό —όχι ότι θέλω να φάω μαζί της— και μετά να στάξω λίγο στο πάτωμα και να πω ‘η γη διψά’; Κι αν ρωτήσει πόσων χρονών είμαι, γιατί να της πω πόσος καιρός πέρασε από τότε που πήρα το σπαθί; Τα μισά απ’ όσα μου είπες δεν τα καταλαβαίνω».
«Τρεις σταγόνες, βοσκέ, μην το χύσεις. Θα ρίξεις τρεις σταγόνες μόνο σα να ραντίζεις. Θυμήσου το τώρα και καταλαβαίνεις μετά. Σκέψου ότι υπακούς σ’ ένα έθιμο. Η Άμερλιν θα κάνει μαζί σου αυτό που πρέπει να κάνει. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να το αποφύγεις, είναι σαν να πιστεύεις ότι μπορείς να πετάξεις στο φεγγάρι όπως ο Λεν. Δεν μπορείς να ξεφύγεις, αλλά ίσως κάτι καταφέρεις, και θα κρατήσεις την περηφάνια σου, τουλάχιστον. Που να με κάψει το Φως, μάλλον άδικα χάνω την ώρα μου, αλλά δεν έχω να κάνω τίποτα άλλο. Μην κουνιέσαι». Ο Πρόμαχος έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό κορδόνι με κρόσσια, μακρύ και φαρδύ, και το έδεσε μ’ έναν περίπλοκο κόμπο γύρω από το αριστερό μπράτσο του Ραντ. Στον κόμπο έβαλε μια κόκκινη σμαλτωμένη καρφίτσα, έναν αετό με τα φτερά απλωμένα. «Παράγγειλα να τη φτιάξουν για σένα, και δεν είναι άσχημη στιγμή να σου τη δώσω. Θα τις βάλει σε σκέψεις». Τώρα δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Ο Πρόμαχος χαμογελούσε.
Ο Ραντ χαμήλωσε ανήσυχα το βλέμμα στην καρφίτσα.
«Το σπαθί που δεν έσπαζε, στο τέλος έγινε χίλια κομμάτια, βοσκέ, μα πολέμησε τη Σκιά ως το τέλος. Υπάρχει ένας μόνο κανόνας, πάνω από κάθε άλλον, για να ’σαι άνδρας. Ό,τι κι αν σε περιμένει, αντιμετώπισε το με το κεφάλι ψηλά. Είσαι έτοιμος, λοιπόν; Η Έδρα της Άμερλιν περιμένει».
Μ’ ένα παγωμένο κόμπο στο στομάχι του, ο Ραντ ακολούθησε τον Πρόμαχο στο διάδρομο.
8
Ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας