Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Και ύστερα έφτασαν στα διαμερίσματα της Έδρας της Άμερλιν, όπου υπήρχαν τρεις Άες Σεντάι στο διάδρομο έξω από την πόρτα. Η ψηλή Άες Σεντάι, η Ληάνε, κρατούσε το ραβδί της με τη χρυσή φλόγα. Ο Ραντ δεν ήξερε τις άλλες δύο, μια από το Λευκό Άτζα και μια οπό το Κίτρινο, όπως έδειχναν τα κρόσσια. Θυμόταν όμως τα πρόσωπά τους, που τον κοίταζαν τότε που έτρεχε σ’ αυτόν τον διάδρομο. Λεία πρόσωπα, των Άες Σεντάι, με μάτια γεμάτα γνώσεις. Τον μελέτησαν με υψωμένα φρύδια και σουφρωμένα χείλη. Οι γυναίκες που είχαν φέρει τον Λαν και τον Ραντ έκλιναν το γόνυ και τους παρέδωσαν στις Άες Σεντάι.

Η Ληάνε κοίταξε τον Ραντ μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. Παρά το χαμόγελο της, η φωνή της ήταν κάπως απότομη. «Τι έφερες στην Έδρα της Άμερλιν σήμερα, Λαν Γκαϊντίν; Ένα νεαρό λιοντάρι; Πρόσεχε μην τον δει καμιά Πράσινη, γιατί θα τον δεσμεύσει πριν πάρει ανάσα. Οι Πράσινες προτιμούν να τους δεσμεύουν μικρούς».

Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν να ιδρώσεις μέσα από το δέρμα σου. Έτσι ένιωθε. Ήθελε να κοιτάξει τον Λαν, αλλά θυμήθηκε αυτό το σημείο από τις οδηγίες του Λαν. «Είμαι ο Ραντ αλ’Θορ, γιος του Ταμ αλ’Θορ, από τους Δύο Ποταμούς, που ήταν κάποτε η Μανέθερεν. Όπως προσκλήθηκα από την Έδρα της Άμερλιν, έτσι έρχομαι. Στέκω έτοιμος». Ξαφνιάστηκε, που η φωνή του δεν τρεμούλιασε ούτε στιγμή.

Η Ληάνε ανοιγόκλεισε τα μάτια και το χαμόγελό της έδωσε τη θέση του σε μια σκεπτική έκφραση. «Αυτός είναι ο βοσκός που άκουσα, Λαν Γκαϊντίν; Σήμερα το πρωί δεν είχε τόση αυτοπεποίθηση».

«Είναι άνδρας, Ληάνε Σεντάι», είπε σταθερά ο Λαν, «τίποτα παραπάνω, και τίποτα παρακάτω. Είμαστε αυτό που είμαστε».

Η Άες Σεντάι κούνησε το κεφάλι. «Ο κόσμος κάθε μέρα γίνεται πιο παράξενος. Φαντάζομαι ότι ο σιδεράς θα φορέσει κορώνα και θα μιλήσει στον Υψηλό Ρυθμό. Περιμένετε εδώ». Πήγε μέσα για να τους αναγγείλει.

Έλειψε λίγες μόνο στιγμές, αλλά ο Ραντ ένιωθε με αμηχανία τα βλέμματα των Άες Σεντάι που είχαν μείνει. Προσπάθησε να τους ανταποδώσει μια σταθερή ματιά, όπως του είχε πει ο Λαν, κι αυτές έσκυψαν τα κεφάλια κοντά, ψιθυρίζοντας. Τι λένε; Τι ξέρουν; Φως μου, θα με ειρηνέψουν; Τι εννοούσε ο Λαν, λέγοντας να αντιμετωπίσω ό,τι συμβεί;

Η Ληάνε επέστρεψε, έκανε νόημα στον Ραντ να περάσει. Όταν ο Λαν έκανε να τον ακολουθήσει, άπλωσε το ραβδί της στο στήθος του, σταματώντας τον. «Όχι εσύ, Λαν Γκαϊντίν. Η Μουαραίν Σεντάι έχει μια δουλειά για σένα. Το λιονταράκι σου δεν θα πάθει τίποτα μόνο του».

Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Ραντ, όμως αυτός πρόλαβε να ακούσει τη φωνή του Λαν, δυνατή και τραχιά, αλλά χαμηλή, για να μην ακουστεί πέρα από τα αυτιά του, «Ταϊ’σαρ Μανέθερεν!»

Η Μουαραίν καθόταν σε μια πλευρά του δωματίου και στην άλλη μια από τις Καφέ Άες Σεντάι, αλλά η ματιά του σταμάτησε στην γυναίκα στην ψηλή πολυθρόνα πίσω από το πλατύ τραπέζι. Οι κουρτίνες ήταν μισοτραβηγμένες στις βελοθυρίδες, όμως τα ανοίγματα άφηναν αρκετό φως να περνά πίσω της κι έτσι το πρόσωπό της δεν φαινόταν καθαρά. Όμως κι έτσι, ο Ραντ την αναγνώρισε. Η Έδρα της Άμερλιν.

Έπεσε γοργά στο ένα γόνατο, με το αριστερό χέρι στη λαβή του σπαθιού, με τη δεξιά γροθιά να στηρίζεται στο χαλί με τα γεωμετρικά σχήματα, και έκλινε την κεφαλή. «Όπως με προσκάλεσες, Μητέρα, έτσι ήρθα. Στέκω έτοιμος». Σήκωσε το κεφάλι και πρόλαβε να δει τα φρύδια της να υψώνονται.

«Έτοιμος, ε, μικρέ;» Η φωνή της έδειχνε σχεδόν σαν να το έβρισκε αστείο. Και κάτι άλλο, που ο Ραντ δεν μπόρεσε να καταλάβει. Αλλά πάντως δεν φαινόταν να γελά. «Σήκω, μικρέ, να σε δω καλά».

Ο Ραντ σηκώθηκε και προσπάθησε να φανεί ήρεμος. Με δυσκολία κατάφερε να μην σφίξει τις γροθιές. Τρεις Άες Σεντάι. Πόσες χρειάζονται για να ειρηνέψουν έναν άνδρα; Έστειλαν καμιά δεκαριά, ή και παραπάνω, για τον Λογκαίν. Θα μου έκανε τέτοιο πράγμα η Μουαραίν; Κοίταξε κατάματα την Έδρα της Άμερλιν. Τα βλέφαρά της δεν έπαιζαν.

«Κάθισε, μικρέ», είπε τελικά, δείχνοντας μια καρέκλα που είχαν τραβήξει μπροστά στο τραπέζι, ακριβώς στη μέση. «Φοβάμαι πως δεν θα τελειώσουμε γρήγορα».

«Σ’ ευχαριστώ, Μητέρα». Έκλινε την κεφαλή, και μετά, όπως του είχε πει ο Λαν, έριξε μια ματιά στην καρέκλα και άγγιξε το σπαθί του. «Με την άδειά σου, Μητέρα, θα σταθώ όρθιος. Η σκοπιά δεν τελείωσε ακόμα».

Η Έδρα της Άμερλιν έκανε έναν ήχο αγανάκτησης και κοίταξε τη Μουαραίν. «Τον άφησες στον Λαν, Κόρη μου; Η δουλειά είναι δύσκολη κι από μόνη της, δεν χρειάζεται να κάνει και σαν Πρόμαχος από πάνω».

«Ο Λαν διδάσκει όλα τα αγόρια, Μητέρα», αποκρίθηκε γαλήνια η Μουαραίν. «Πέρασε λίγο χρόνο περισσότερο μ’ αυτόν, επειδή φέρει σπαθί».

Η Καφέ Άες Σεντάι σάλεψε στην καρέκλα της. «Οι Γκαϊντίν είναι περήφανοι και ξεροκέφαλοι, Μητέρα, αλλά χρήσιμοι. Δεν κάνω χωρίς τον Τόμας, όπως κι εσύ δεν θα ’θελες να χάσεις τον Άλρικ. Μέχρι που άκουσα κάποιες Κόκκινες να λένε ότι, μερικές φορές, εύχονται να είχαν Πρόμαχο. Και οι Πράσινες, φυσικά...»

Перейти на страницу:

Похожие книги