Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

«Που να καώ, Πέριν, συγνώμη. Φοβόμουν, νόμιζα ότι είχα μπλέξει —μπορεί να είχα μπλέξει, μπορεί ακόμα να είμαι μπλεγμένος, δεν ξέρω— και δεν ήθελα εσύ κι ο Ματ να βρείτε το μπελά σας μαζί μου. Φως μου, όλες οι γυναίκες χθες το βράδυ μ’ έψαχναν, μπορεί κι αυτό να έχει σχέση. Έτσι νομίζω. Και η Λίαντριν... Αυτή...» Σήκωσε τα χέρια. «Πέριν, πίστεψέ με, δεν πρέπει να μπλέξεις εδώ».

Ο Πέριν είχε σταματήσει, αλλά στεκόταν αντικρίζοντας την πόρτα και γύρισε το κεφάλι, μόνο όσο να δει ο Ραντ ένα χρυσαφένιο μάτι. «Έψαχναν εσένα; Μπορεί να έψαχναν για όλους μας».

«Όχι, εμένα έψαχναν. Μακάρι να μην ήταν έτσι, αλλά ξέρω τι ήταν».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. «Η Λίαντριν πάντως ήθελε εμένα, το ξέρω. Το άκουσα».

Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια. «Γιατί να σε...; Δεν αλλάζει τίποτα. Κοίτα, άνοιξα το στόμα μου και είπα κάτι που δεν έπρεπε. Δεν το εννοούσα, Πέριν. Τώρα, σε παρακαλώ, θα μου πεις για τον Ματ;»

«Κοιμάται. Η Ληάνε —αυτή είναι η Άες Σεντάι— είπε ότι σε λίγες ώρες θα ξανασηκωθεί». Σήκωσε τους ώμους του αμήχανα. «Νομίζω ότι έλεγε ψέματα. Ξέρω ότι οι Άες Σεντάι ποτέ δεν λένε ψέματα, τουλάχιστον με τρόπο που να μπορείς να το πιάσεις, αλλά έλεγε ψέματα, ή έκρυβε κάτι». Κοντοστάθηκε, κοίταξε τον Ραντ με την άκρη του ματιού. «Δεν τα εννοούσες αυτά που είπες; Θα φύγουμε μαζί από δω; Εσύ, κι εγώ, και ο Ματ;»

«Δεν μπορώ, Πέριν. Δεν μπορώ να σου πω γιατί, αλλά στ’ αλήθεια πρέπει να φύγω μονάχος — Πέριν, στάσου!»

Η πόρτα βρόντηξε πίσω από τον φίλο του.

Ο Ραντ έπεσε στο κρεβάτι. «Δεν μπορώ να σου πω», μουρμούρισε. Βρόντηξε τη γροθιά στο πλευρό του κρεβατιού. Αλλά τώρα μπορείς να φύγεις, είπε μια φωνή στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Η Εγκουέν θα συνέλθει και ο Ματ σε μια-δυο ώρες θα είναι πάλι στα πόδια του. Μπορείς να φύγεις τώρα. Πριν αλλάξει γνώμη η Μουαραίν.

Ανακάθιζε, όταν ένα βροντοχτύπημα στην πόρτα τον έκανε να σηκωθεί μ’ έναν πήδο. Αν ήταν ο Πέριν που είχε ξαναγυρίσει, δεν θα χτυπούσε. Το χτύπημα ξανακούστηκε.

«Ποιος είναι;»

Ο Λαν μπήκε μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του με τη φτέρνα της μπότας του. Όπως συνήθως, φορούσε το σπαθί του πάνω από ίνα απλό πράσινο παλτό, το οποίο μέσα σε δάσος θα ήταν αόρατο. Αυτή τη φορά όμως είχε ένα φαρδύ, χρυσό κορδόνι δεμένο ψηλά στο αριστερό του μπράτσο και η κροσσωτή άκρη έφτανε σχεδόν ως τον αγκώνα του. Στον κόμπο ήταν καρφιτσωμένος ένας χρυσός γερανός που πετούσε, το σύμβολο της Μαλκίρ.

«Σε θέλει η Έδρα της Άμερλιν, βοσκέ. Δεν μπορείς να πας έτσι που είσαι. Βγάλε αυτό το πουκάμισο και βούρτσισε τα μαλλιά σου. Μοιάζεις με θημωνιά». Άνοιξε απότομα τη ντουλάπα και άρχισε να ψάχνει τα ρούχα, που ο Ραντ σκόπευε να παρατήσει.

Ο Ραντ στάθηκε μουδιασμένος εκεί που ήταν· ένιωθε σαν να τον είχαν χτυπήσει στο κεφάλι με σφυρί. Το περίμενε, φυσικά, κατά κάποιον τρόπο, αλλά ήταν σίγουρος πως, όταν ερχόταν η πρόσκληση, αυτός θα είχε φύγει. Η Άμερλιν το ξέρει. Φως μου, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. «Τι εννοεί ότι με θέλει; Φεύγω, Λαν, Είχες δίκιο. Πάω στο στάβλο τώρα αμέσως, να πάρω το άλογο και να φύγω».

«Έπρεπε να φύγεις χτες το βράδυ». Ο Πρόμαχος πέταξε στο κρεβάτι ένα λευκό μεταξωτό πουκάμισο. «Κανένας δεν αρνείται να παρουσιαστεί μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν, βοσκέ. Ούτε ακόμα και ο ίδιος ο Άρχοντας Μάγιστρος των Λευκομανδιτών. Ο Πέντρον Νάιαλ ίσως περνούσε όλο το ταξίδι σχεδιάζοντας τρόπους να τη σκοτώσει, αν μπορούσε να το κάνει και να γλιτώσει μετά, αλλά θα ερχόταν». Γύρισε μ’ ένα από τα παλτά με τα ψηλά κολάρα στα χέρια και το σήκωσε. «Αυτό καλό είναι». Μπλεγμένα αγκαθωτά κλαριά ανηφόριζαν στα κόκκινα μανίκια, σχηματίζοντας μια χοντρή χρυσοκέντητη γραμμή, και κύκλωναν τα μανικέτια. Χρυσοί ερωδιοί στέκονταν στις δύο άκρες του γιακά, που είχαν χρυσό τελείωμα. «Και το χρώμα επίσης είναι σωστό». Φαινόταν να βρίσκει κάτι αστείο, ή ικανοποιητικό. «Άντε, βοσκέ. Άλλαξε πουκάμισο. Κουνήσου».

Ο Ραντ τράβηξε απρόθυμα πάνω από το κεφάλι του το εργατικό πουκάμισο από τραχύ μαλλί που φορούσε. «Σαν βλάκας θα είμαι», μουρμούρισε. «Μεταξωτό πουκάμισο! Ποτέ στη ζωή μου δεν φόρεσα μεταξωτό πουκάμισο. Ούτε φόρεσα ποτέ τόσο φανταχτερό παλιό, ακόμα και σε γιορτή». Φως μου, αν με δει ο Πέριν να το φοράω... Που να καώ, μετά από τις χαζομάρες που έλεγε ότι κάνω τον άρχοντα, αν με δει να το φοράω, μετά δεν θ’ ακούει τίποτα.

«Δεν μπορείς να εμφανιστείς μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν ντυμένος σαν βοηθός που μόλις ήρθε από τους στάβλους, βοσκέ. Για να δω τις μπότες σου. Καλές είναι. Άντε, τελείωνε, τελείωνε. Δεν θα σε περιμένει η Άμερλιν. Φόρα το σπαθί σου».

Перейти на страницу:

Похожие книги