Η μητέρα του ήτανε κόρη Βιτάλη (его мать была девицей Витали), κοντέσα αληθινή (настоящей графиней), γραμμένη στο Λίμπρο ντ’ Ορο από το 16ο αιώνα (вписанной в Либро Д’Оро с 16-го века; Либро д’Оро /ит. Libro d’Oro/ — «золотая книга» — список дворянских семей с Ионических островов; γράφω; ο αιώνας). Ο πατέρας του ήτανε θαλασσινός (его отец был моряком; θαλασσινός — морской; моряк) και είχε πνιγεί μια μέρα (однажды /он/ утонул; πνίγομαι), στον κόλπο της Βισκάγιας (в Бискайском заливе; ο κόλπος), απένταρος (без гроша /в кармане/: «безденежный»; η πεντάρα — пятак) και καταχρεωμένος (обремененный долгами; το χρέος — долг), βλαστημώντας ηρωικά ολόκληρο τον Παράδεισο (героически проклиная весь рай; βλαστημώ; ο Παράδεισος) και «δέκα μίλια περιφέρεια» (и «десять миль вокруг /него/»). Τούτη η προσθήκη γινότανε ως εκ περισσού (эту фразу он добавлял: «это добавление происходило» на всякий случай/без особой необходимости; περισσός — лишний; ως εκ περισσού — без особой необходимости) για να μην ξεφύγει από τη βλαστήμια κανένας άγιος (чтобы не избежал проклятия какой-нибудь святой; ξεφεύγω), που τυχόν είχε βγει περίπατο (который случайно вышел на прогулку) έξω από τα σύνορα του Παραδείσου (за пределы рая; τα σύνορο — граница; предел).
Η μητέρα του ήτανε κόρη Βιτάλη, κοντέσα αληθινή, γραμμένη στο Λίμπρο ντ’ Ορο από το 16ο αιώνα. Ο πατέρας του ήτανε θαλασσινός και είχε πνιγεί μια μέρα, στον κόλπο της Βισκάγιας, απένταρος και καταχρεωμένος, βλαστημώντας ηρωικά ολόκληρο τον Παράδεισο και «δέκα μίλια περιφέρεια». Τούτη η προσθήκη γινότανε ως εκ περισσού για να μην ξεφύγει από τη βλαστήμια κανένας άγιος, που τυχόν είχε βγει περίπατο έξω από τα σύνορα του Παραδείσου.
Από αμνημονεύτους χρόνους (с незапамятных времен; η μνήμη — память; ο χρόνος) Ιερωνυμάτοι και Βιτάληδες ζούσανε μες στις θαλασσοταραχές (жили среди морских штормов; η θάλασσα — море; η ταραχή — волнение, беспорядок; η θαλασσοταραχή) και στη μαύρη φτώχεια (в глубокой бедности: «в черной бедности»), βλαστημώντας το συμπάν (проклиная мироздание; το συμπάν/-ντος/ — вселенная; мироздание), σαν καλοί Κεφαλλονίτες (как истинные: «хорошие» кефалонийцы), από το πρωί ίσαμε το βράδυ (с утра до вечера) και συχνά από το βράδυ ίσαμε το πρωί (а зачастую, и с вечера до утра). Ο Γεράσιμος, ωστόσο (впрочем, Герасим), που λεγότανε χαϊδευτικά Μεμάς (которого ласково звали Мемас: «который ласково звался Мемас»), θα μπορούσε, αν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του (мог бы, если бы у него была голова на плечах: «если бы имел разум в голове»; το μυαλό), να πιάσει τόπο στην κοινωνία (занять место в обществе; πιάνω), χάρη στη εξυπνάδα του (благодаря его сообразительности) και στο καλό παρουσιαστικό του (и приятной: «хорошей» внешности; το παρουσιαστικό). Τέτοια τουλάχιστον ήτανε η πεποίθηση (таково было, по крайней мере, убеждение) όλων των συγγενών και των οικογενειακών φίλων (всех родственников и семейных друзей; ο συγγενής).
Από αμνημονεύτους χρόνους Ιερωνυμάτοι και Βιτάληδες ζούσανε μες στις θαλασσοταραχές και στη μαύρη φτώχεια, βλαστημώντας το συμπάν, σαν καλοί Κεφαλλονίτες, από το πρωί ίσαμε το βράδυ και συχνά από το βράδυ ίσαμε το πρωί. Ο Γεράσιμος, ωστόσο, που λεγότανε χαϊδευτικά Μεμάς, θα μπορούσε, αν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του, να πιάσει τόπο στην κοινωνία, χάρη στη εξυπνάδα του και στο καλό παρουσιαστικό του. Τέτοια τουλάχιστον ήτανε η πεποίθηση όλων των συγγενών και των οικογενειακών φίλων.
Μα αυτός δεν είχε τα μυαλά του στο κεφάλι του (но не было у него головы на плечах). Ποτέ του δεν σκοτίστηκε (никогда /в своей жизни/ /он/ не задумывался) ούτε για τα γράμματα (ни об учебе; τα γράμματα — литература; учение; образование) ούτε για τα χρήματα (ни о деньгах; το χρήμα), ούτε για την οικογένεια του (да и о своей семье) είχε καμιά όρεξη να φροντίσει (не было у него никакого желания позаботиться; φροντίζω). Ήταν ένα παλιόπαιδο και τίποτα περισσότερο (был /он/ негодяем и ничем больше), ένα στραβόξυλο (каверзником), ένα γουρσούζικο (приносящим неприятности), που δεν άκουγε καμιά συμβολή (который не слушал ни одного совета) και δεν φοβότανε κανέναν (и никого не боялся). Ο πατέρας του, πριν πνιγεί (его отец, до того, как утонул), τον είχε κάποτε βλαστημήσει ως εξής (как-то проклял его следующим образом):