— Δεν κάθεται καλύτερα να διαβάσει (уж лучше бы /он/ сел да почитал: «не сел /бы/ он лучше почитать»;
Μερικοί σοβαροί άνθρωποι που εκτιμούσαν άλλοτε το Φαβρίκιο λέγανε τώρα με ύφος λυπημένο:
— Αυτό το παιδί κάτι μπορούσε να κάνει στη ζωή. Μα τώρα, βλέπετε, με τη λογοτεχνία...
Άλλοι μουρμούριζαν:
— Δεν κάθεται καλύτερα να διαβάσει, να μορφωθεί, να γίνει άνθρωπος, μόνο θέλει να γράφει βιβλία!
Κι άλλοι προσθέτανε με ειρωνικό σκεπτικισμό (другие добавляли с ироничным скептицизмом;
— Βγήκε τώρα κι αυτός να κάνει το σπουδαίο (вот и этот теперь объявился, чтобы важного из себя строить: «вышел сейчас и этот, чтобы важничать»;
Κι άλλοι προσθέτανε με ειρωνικό σκεπτικισμό:
— Βγήκε τώρα κι αυτός να κάνει το σπουδαίο. Βγήκανε κι άλλοι πολλοί και τους είδαμε τα χάλια τους.
Αρκετοί μιλούσανε γι’ αυτόν με οργή (многие говорили о нем с гневом) και τον κατηγορούσανε δυνατά (и обвиняли его громко;
— Ξέρεις τι λέγανε για σένα (знаешь, что говорили о тебе), χτες το βράδυ στου Τάδε (вчера вечером у Того-то); Λέγανε το και το (говорили то-то и то-то).
Αρκετοί μιλούσανε γι’ αυτόν με οργή και τον κατηγορούσανε δυνατά για τη φαυλότητα, τον αριβισμό και την κακοήθεια του χαρακτήρα του. Και κείνοι που άκουγαν τις αυστηρές κρίσεις έτρεχαν αμέσως και τα επαναλάμβαναν όλα στο Φαβρίκιο με το νι και με το σίγμα:
— Ξέρεις τι λέγανε για σένα, χτες το βράδυ στου Τάδε; Λέγανε το και το.
Κι ο άμοιρος ο Φαβρίκιος (несчастный Фаврикий;
Κι ο άμοιρος ο Φαβρίκιος δεν κατόρθωνε να καταλάβει για ποιό λόγο τέλος πάντων όλοι αυτοί οι άνθρωποι εννοούσαν να καταγίνονται μαζί του ενώ αυτός δεν είχε καθόλου την πρόθεση να καταγίνεται μαζί τους.
Στο τέλος ο Φαβρίκιος κουράστηκε πολύ μ’ αυτές τις συζητήσεις (в конце концов, Фаврикий очень устал от этих разговоров;
Στο τέλος ο Φαβρίκιος κουράστηκε πολύ μ’ αυτές τις συζητήσεις και πήγε να γυρέψει λίγη παρηγοριά κοντά στις γυναίκες. Μα κι αυτές τον υποδέχτηκαν όπως του άξιζε.
Η Τερψιχόρη του ψιθύρισε σιγά-σιγά (Терпсихора прошептала ему чуть слышно: «тихо-тихо»;
— Ποτέ μου δεν φανταζόμουνα (/я/ и представить себе не могла: «никогда /я/ не представляла»;
Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει (не знал, что и ответить;
Η Τερψιχόρη του ψιθύρισε σιγά-σιγά μ’ ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα:
— Ποτέ μου δεν φανταζόμουνα πως είστε ικανός να γράψετε ένα βιβλίο.
Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει κ’ είχε ένα ύφος πολύ ηλίθιο.
Η Ανδρομάχη όμως του δήλωσε (Андромаха, однако, заявила ему;
— Είμαι σίγουρη (/я/ уверена) πως μπορείτε να κάνετε (что /вы/ можете заняться: «делать») και κάτι καλύτερο στη ζωή σας (чем-нибудь получше в жизни).
Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε (Фаврикий не знал) αν έπρεπε να πει ευχαριστώ (должен ли /он/ сказать спасибо).
Η Ανδρομάχη όμως του δήλωσε μ’ ένα γλυκύτατο χαμόγελο: