Το ίδιο βράδυ (тем же вечером), λίγο παρακάτω (немного подальше), ο Φαβρίκιος, πολύ αφαιρεμένος κατά τη συνήθειά του (очень рассеянный, как обычно: «по своему обычаю»), σκόνταψε στο στενό του φίλο τον Μπαμπάνη (наткнулся на своего близкого друга Бабаниса; σκοντάφτω — споткнуться; натолкнуться, столкнуться; ο φίλος). Για μια στιγμή φοβήθηκε (на миг /он/ испугался; φοβάμαι) μήπως αρχίσει και τούτος τα καμώματα του Αμπανόζη (как бы и он не начал жеманничать подобно Абанозису: «как бы и этот не начал жеманство Абанозиса»; τα καμώματα /мн.ч./ — жеманство; притворство), μα γρήγορα διαλύθηκαν οι ανησυχίες του (но его тревоги быстро рассеялись; διαλύομαι) γιατί είδε (поскольку /он/ увидел; βλέπω) πως ο φίλος του είχε εξαιρετικά κέφια (что его друг был в отличном настроении; το κέφι — хорошее, веселое настроение). Ο Μπαμπάνης ήταν όλο χαρές (был весь радость; η χαρά) και γέλια (смех) και περιποιήσεις (и предупредительность = был само веселье, смех и предупредительность; η περιποίηση). Πήρε το Φαβρίκιο από το μπράτσο (он взял Фаврикия под руку; το μπράτσο), τον κέρασε (угостил его; κερνώ) και του μίλησε με πολύ μπρίο για γυναίκες (поговорил с ним весело о женщинах; το μπρίο — веселое настроение, веселость; жизнерадостность), για ταβέρνες (о тавернах; η ταβέρνα) και κοινωνικά σκάνδαλα (об общественных скандалах; το σκάνδαλο). Μόνο για το βιβλίο του (только о книге) δεν του είπε τσιμουδιά (ни слова ни сказал; τσιμουδιά! — ни слова!; молчок!).
Το ίδιο βράδυ, λίγο παρακάτω, ο Φαβρίκιος, πολύ αφαιρεμένος κατά τη συνήθειά του, σκόνταψε στο στενό του φίλο τον Μπαμπάνη. Για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως αρχίσει και τούτος τα καμώματα του Αμπανόζη, μα γρήγορα διαλύθηκαν οι ανησυχίες του γιατί είδε πως ο φίλος του είχε εξαιρετικά κέφια. Ο Μπαμπάνης ήταν όλο χαρές και γέλια και περιποιήσεις. Πήρε το Φαβρίκιο από το μπράτσο, τον κέρασε και του μίλησε με πολύ μπρίο για γυναίκες, για ταβέρνες και κοινωνικά σκάνδαλα. Μόνο για το βιβλίο του δεν του είπε τσιμουδιά.
Μα σαν ήτανε να χωριστούνε (но когда они должны были расстаться; χωρίζομαι), του χτύπησε τον ώμο με μεγάλη εγκαρδιότητα (он похлопал его по плечу с большой сердечностью; χτυπώ; ο ώμος) και του σφύριξε στο αυτί (и прошептал ему на ухо; σφυρίζω):
— Γεια σου, Φαβρίκιε (пока, Фаврикий), και εις ανωτέρα (так держать: «выше»)! Εσένα περιμέναμε (/только/ тебя ждали; περιμένω)!
Και πάτησε κάτι γέλια πολύ κοροϊδευτικά (и издевательски захохотал; πατώ — наступать; нажимать; πατώ γέλια /πατάω δουλειά κ. λ. π/ — сильно смеяться /много работать и т. д./; κοροϊδεύω — насмехаться, издеваться).
Μα σαν ήτανε να χωριστούνε, του χτύπησε τον ώμο με μεγάλη εγκαρδιότητα και του σφύριξε στο αυτί:
— Γεια σου, Φαβρίκιε, και εις ανωτέρα! Εσένα περιμέναμε!
Και πάτησε κάτι γέλια πολύ κοροϊδευτικά.
Ο καημένος ο Φαβρίκιος αισθάνθηκε (бедный Фаврикий почувствовал) πως ήταν γελοίος (что он смешон). Μετανόησε πικρά για τη κουτουράδα του (он горько раскаялся в своем необдуманном поступке; μετανοώ) και συλλογίστηκε πως θα ήταν φρόνιμο (подумал, что было бы разумно) να γυρίσει σπίτι του (вернуться домой; γυρίζω) και να μείνει μέσα μερικές μέρες (и остаться там: «внутри» несколько дней), ως ότου ξεχαστούν οι δυσάρεστες εντυπώσεις (пока не забудутся неприятные впечатления; ξεχνιέμαι; η εντύπωση) που είχε προκαλέσει (которые он вызвал; προκαλώ). Μα, ενώ πήγαινε (но, пока он шел /домой/), αντάμωσε δύο γνωστούς του (/он/ повстречал двух знакомых; ο γνωστός), πολύ σοβαρούς και αξιοπρεπείς (очень серьезных и достойных), που περάσανε δίπλα του (которые прошли мимо него: «рядом с ним»), με ύφος πειραγμένο (с оскорбленным видом; πειράζω — дразнить; обижать; το ύφος), χωρίς να τον χαιρετήσουν (не поздоровавшись с ним; χαιρετώ).
Ο καημένος ο Φαβρίκιος αισθάνθηκε πως ήταν γελοίος. Μετανόησε πικρά για τη κουτουράδα του και συλλογίστηκε πως θα ήταν φρόνιμο να γυρίσει σπίτι του και να μείνει μέσα μερικές μέρες, ως ότου ξεχαστούν οι δυσάρεστες εντυπώσεις που είχε προκαλέσει. Μα, ενώ πήγαινε, αντάμωσε δύο γνωστούς του, πολύ σοβαρούς και αξιοπρεπείς, που περάσανε δίπλα του, με ύφος πειραγμένο, χωρίς να τον χαιρετήσουν.