— Είμαι σίγουρη πως μπορείτε να κάν,ετε και κάτι καλύτερο στη ζωή σας.
Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε αν έπρεπε να πει ευχαριστώ.
Μα όταν πήγε (а когда он отправился) να υποβάλει τα σέβη του στη Κλυταιμνήστρα (выразить свое почтение Клитемнестре; υποβάλλω — подавать; предлагать; το σέβας) και να της κάμει κομπλιμέντα (и рассыпаться в комплиментах: «сделать ей комплименты»), αυτή τράβηξε τα μαλλιά της (/она/ стала драть на себе волосы; τραβώ), έσκισε τα μάγουλά της με τα νύχια της (расцарапала щеки ногтями; σκίζω; το μάγουλο; το νύχι) κ’ έμπηξε τις φωνές (и подняла крик; μπήγω — вбивать; втыкать; η φωνή — голос):
— Ω αφήστε πια τη λογοτεχνία, φίλε μου (оставьте литературу, друг мой)! Φτάνει πια η λογοτεχνία (хватит уже литературы)! Βαρέθηκα τη λογοτεχνία (надоела мне литература; βαριέμαι)! Σιχάθηκα τη λογοτεχνία (мне противна литература: «я чувствую отвращение к литературе»; σιχαίνομαι)! Όλο λογοτεχνία (все литература), λογοτεχνία, λογοτεχνία, δεν μπορώ (не могу), δεν αντέχω (не выношу), θα σκάσω (я лопну; σκάω)! ...
Μα όταν πήγε να υποβάλει τα σέβη του στη Κλυταιμνήστρα και να της κάμει κομπλιμέντα, αυτή τράβηξε τα μαλλιά της, έσκισε τα μάγουλά της με τα νύχια της κ’ έμπηξε τις φωνές:
— Ω αφήστε πια τη λογοτεχνία, φίλε μου! Φτάνει πια η λογοτεχνία! Βαρέθηκα τη λογοτεχνία! Σιχάθηκα τη λογοτεχνία! Όλο λογοτεχνία, λογοτεχνία, λογοτεχνία, δεν μπορώ, δεν αντέχω, θα σκάσω!...
Ο Φαβρίκιος έφυγε σαν παλαβός (Фаврикий убежал как сумасшедший = сломя голову), αναποδογυρίζοντας τα έπιπλα (опрокидывая мебель; αναποδογυρίζω; το έπιπλο) και κατρακυλώντας τις σκάλες (скатившись кубарем с лестницы;κατρακυλώ; η σκάλα), κ’ έτρεξε να ζητήσει τη σωτηρία του κοντά στη Μελπομένη (побежал искать спасения у Мельпомены: «рядом с Мельпоменой»). Εκείνη, ψυχρή (холодная), αλύγιστη (непреклонная), αδυσώπητη (безжалостная), τον κοίταξε καλά μες στα μάτια (посмотрела ему пристально: «хорошо» в глаза; κοιτάζω) και του μίλησε ξερά και αποφθεγματικά (и заговорила с ним сухо и сентенциозно):
— Υπάρχουν άνθρωποι (есть люди), είπε (сказала /она/), που ζούνε τη ζωή τους (которые проживают свою жизнь; ζω), κι άλλοι (/но есть/ и те) που προτιμούν να τη γράφουν (которые предпочитают писать о ней: «писать её») αντί να τη ζουν (вместо того, чтобы ее проживать).
Κι ο δύστηνος ο Φαβρίκιος (несчастный Фаврикий) είχε όρεξη να πεθάνει (захотел умереть: «имел аппетит умереть»; πεθαίνω).
Ο Φαβρίκιος έφυγε σαν παλαβός, αναποδογυρίζοντας τα έπιπλα και κατρακυλώντας τις σκάλες, κ’ έτρεξε να ζητήσει τη σωτηρία του κοντά στη Μελπομένη. Εκείνη, ψυχρή, αλύγιστη, αδυσώπητη, τον κοίταξε καλά μες στα μάτια και του μίλησε ξερά και αποφθεγματικά:
— Υπάρχουν άνθρωποι, είπε, που ζούνε τη ζωή τους, κι άλλοι που προτιμούν να τη γράφουν αντί να τη ζουν.
Κι ο δύστηνος ο Φαβρίκιος είχε όρεξη να πεθάνει.
— Δεν το έκανα επίτηδες (/я/ сделал это ненарочно), έλεγε μέσα του ο Φαβρίκιος (говорил про себя Фаврикий) με σπαραγμό ψυχής (в душевных терзаниях: «с терзанием души»; ο σπαραγμός). Μάρτυράς μου ο Θεός (Господь — свидетель) πως δεν το έκανα επίτηδες (/я/ сделал это ненарочно). Έτσι χωρίς κ’ εγώ ο ίδιος να το καταλάβω πως έγινε (и сам /толком/ не поняв, как /это/ произошло: «так, без того, чтобы и я сам понял, как /это/ произошло»), κάθισα κ’ έγραψα ένα βιβλίο (/я/ сел и написал книгу; κάθομαι). Ανάθεμα, χίλιες φορές ανάθεμα (проклятие, тысячу раз проклятие; το ανάθεμα) την ώρα και τη στιγμή (на тот час и тот миг = будь проклят, тысячу раз проклят тот час и тот миг)! Κάλλιο να έσπαγα το χέρι μου (лучше бы я сломал руку; σπάω), κάλλιο να καιγότανε το σπίτι μου μαζί με το χειρόγραφο (лучше бы сгорел мой дом вместе с рукописью; καίγομαι; το χειρόγραφο). Μα τώρα πια (но теперь) ό, τι έγινε έγινε (что случилось, /то/ случилось). Όλος ο κόσμος γνωρίζει το τρομερό βίτσιο μου (весь мир знает о моем ужасном пристрастии; το βίτσιο). Βγήκε το όνομά μου, αλίμονο (прославилось мое имя, увы: «вышло мое имя, увы»)!
— Δεν το έκανα επίτηδες, έλεγε μέσα του ο Φαβρίκιος με σπαραγμό ψυχής. Μάρτυράς μου ο Θεός πως δεν το έκανα επίτηδες. Έτσι χωρίς κ’ εγώ ο ίδιος να το καταλάβω πως έγινε, κάθισα κ’ έγραψα ένα βιβλίο. Ανάθεμα, χίλιες φορές ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή! Κάλλιο να έσπαγα το χέρι μου, κάλλιο να καιγότανε το σπίτι μου μαζί με το χειρόγραφο. Μα τώρα πια ό, τι έγινε έγινε. Όλος ο κόσμος γνωρίζει το τρομερό βίτσιο μου. Βγήκε το όνομά μου, αλίμονο!