Ό, τι κι αν πω στο εξής (что бы /я/ впредь не сказал: «что /я/ не скажу впредь»; λέω), ό, τι κι αν κάνω (что бы не сделал: «что не сделаю»), όσο κι αν προσπαθήσω να εξαγνιστώ στα μάτια τους (сколько бы ни пытался обелить себя в их глазах; αγνός — чистый, непорочный; честный; εξαγνίζω — искупать /вину/; заглаживать /ошибку/; προσπαθώ), θα με κοιτάζουν πάντα όλοι με ύφος αμυντικό (на меня всегда будут все смотреть с настороженным видом: «с оборонительным видом»), σα να προετοιμάζω κι άλλο βιβλίο (словно я готовлю другую книгу). Αφού λοιπόν (ну и поскольку), είτε έτσι, είτε αλλιώς (так или иначе), ο λεκές θα μου μείνει στο μέτωπο για όλη τη ζωή (пятно останется у меня на лбу на всю жизнь; το μέτωπο), ας συνεχίσω καρτερικά το δρόμο της μοίρας (я продолжу стойко путь судьбы).
Ό, τι κι αν πω στο εξής, ό, τι κι αν κάνω, όσο κι αν προσπαθήσω να εξαγνιστώ στα μάτια τους, θα με κοιτάζουν πάντα όλοι με ύφος αμυντικό, σα να προετοιμάζω κι άλλο βιβλίο. Αφού λοιπόν, είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο λεκές θα μου μείνει στο μέτωπο για όλη τη ζωή, ας συνεχίσω καρτερικά το δρόμο της μοίρας.
Κι ο καημένος ο Φαβρίκιος (и бедный Фаврикий), με σφιγμένη την καρδιά (со сжатым сердцем; σφίγγω — сжимать), γέμισε πάλι το στυλογράφο του (наполнил опять свою ручку) κ’ έγραψε άλλο ένα βιβλίο (и написал еще одну книгу). Μα, σα βγήκε το δεύτερο βιβλίο του (но, как только вышла вторая его книга), όλοι τρέξανε να του πούνε (все поспешили: «побежали» сказать ему) πως το πρώτο ήταν ασυγκρίτως ανώτερο (что первая была несравнимо лучше: «выше»).
Κι ο καημένος ο Φαβρίκιος, με σφιγμένη την καρδιά, γέμισε πάλι το στυλογράφο του κ’ έγραψε άλλο ένα βιβλίο. Μα, σα βγήκε το δεύτερο βιβλίο του, όλοι τρέξανε να του πούνε πως το πρώτο ήταν ασυγκρίτως ανώτερο.
Σιμόνη την έλεγαν
(Ее звали Симона)
Ήταν ένας ωραίος νέος (/он/ был красивым юношей), ψηλός (высоким), καλοφτιαγμένος (хорошо сложенным; φτιάχνω — делать; καλοφτιαγμένος — хорошо сделанный; хорошо сложенный), με πυκνά ξανθά μαλλιά (с густыми светлыми волосами) και γαλανά μάτια (голубыми глазами), με αρχοντικό παράστημα (с дворянской внешностью; ο άρχοντας — дворянин, аристократ; правитель; το παράστημα — осанка, выправка; представительная внешность) και με μια απλή και πολύ διακριτική ευγένεια (с простым и очень деликатным благородством) στο ύφος και στους τρόπους (в выражении и манерах; το ύφος — вид; стиль; выражение), μια αυθόρμητη ευγένεια της ράτσας (спонтанным прирожденным благородством: «спонтанным благородством породы»; η ράτσα) που προκαλούσε τριγύρω του (которое вызывало вокруг него; προκαλώ(ε)) μια ανήσυχη συμπάθεια (беспокойную симпатию), ανακατωμένη με περιέργεια και με σεβασμό (смешанную с любопытством и уважением; ανακατεύω/ ανακατώνω (разг.); ο σεβασμός). Έμοιαζε σαν κανένας νέος λόρδος της Σκωτίας (/он/ походил на молодого лорда из Шотландии) που ταξίδευε τάχα στη Μεσόγειο για αναψυχή (который якобы путешествовал в Средиземном море на отдыхе; ταξιδεύω; η Μεσόγειος (Θάλασσα)). Ήταν όμως πούρος Κεφαλλονίτης (однако, /он/ был истинным кефалонийцем: «чистым кефалонийцем»), αφού λεγότανε μάλιστα Γεράσιμος Ιερωνυμάτος (поскольку звали его Герасим Иерониматос).
Ήταν ένας ωραίος νέος, ψηλός, καλοφτιαγμένος, με πυκνά ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, με αρχοντικό παράστημα και με μια απλή και πολύ διακριτική ευγένεια στο ύφος και στους τρόπους, μια αυθόρμητη ευγένεια της ράτσας που προκαλούσε τριγύρω του μια ανήσυχη συμπάθεια, ανακατωμένη με περιέργεια και με σεβασμό. Έμοιαζε σαν κανένας νέος λόρδος της Σκωτίας που ταξίδευε τάχα στη Μεσόγειο για αναψυχή. Ήταν όμως πούρος Κεφαλλονίτης, αφού λεγότανε μάλιστα Γεράσιμος Ιερωνυμάτος.