Ο Φαβρίκιος συμμαζεύτηκε (отрезвел: «собрался»; συμμαζεύομαι — собираться; сдерживаться) και μονομιάς του ήρθε η ανάγκη να απολογηθεί (тотчас почувствовал необходимость оправдаться: «ему пришла необходимость оправдаться»; απολογούμαι):
— Δεν τα παρατάς (брось ты это; Παρατώ), αδερφέ (брат; ο αδερφός)! Ούτε κουβέντα να γίνεται (и не говори: «пусть даже разговора не будет»). Να, μια μέρα, δεν είχα άλλη δουλειά (вот, однажды, нечего мне было делать), κ’ έτσι, για να περάσει η ώρα (и, вот, чтобы убить время: «чтобы прошло время»; περνώ), έγραψα αυτή τη φυλλάδα (/я/ написал эту книжицу). Αστεία πράγματα (пустяки)!
Μα ο άλλος δεν ήτανε καθόλου διατεθειμένος (но тот не был совершенно настроен; η διάθεση — настроение) να πάρει το πράμα έτσι ελαφριά (воспринять эту новость: «взять это дело» так легко). Τουναντίον, φαινότανε (напротив, казалось; φαίνομαι) πως το έπαιρνε πολύ — πολύ στα σοβαρά (что он принимал это слишком: «очень-очень» всерьез).
— Ώστε, το λοιπόν (так значит), συνέχισε στον ίδιο τόνο (продолжил он тем же тоном; συνεχίζω; ο τόνος), γράφεις και βιβλία (ты пишешь книги) και μας το κρατούσες μυστικό (и держал от нас это в секрете; κρατώ; το μυστικό);
Ο Φαβρίκιος συμμαζεύτηκε και μονομιάς του ήρθε η ανάγκη να απολογηθεί:
— Δεν τα παρατάς, αδερφέ! Ούτε κουβέντα να γίνεται. Να, μια μέρα, δεν είχα άλλη δουλειά, κ’ έτσι, για να περάσει η ώρα, έγραψα αυτή τη φυλλάδα. Αστεία πράγματα!
Μα ο άλλος δεν ήτανε καθόλου διατεθειμένος να πάρει το πράμα έτσι ελαφριά. Τουναντίον, φαινότανε πως το έπαιρνε πολύ — πολύ στα σοβαρά.
— Ώστε, το λοιπόν, συνέχισε στον ίδιο τόνο, γράφεις και βιβλία και μας το κρατούσες μυστικό;
Ο Φαβρίκιος ντράπηκε βαθιά (Фаврикию стало очень стыдно: «застыдился глубоко»; ντρέπομαι). Κάτι πήγε να πει (/он/ что-то хотел сказать: «что-то пошел сказать»; πηγαίνω), μα μπερδέψανε τα λόγια του (но смешались его слова; μπερδεύω), βουβάθηκε και κατέβασε τα μάτια (/он/ замолчал: «онемел» и опустил глаза; βουβαίνομαι; κατεβάζω). Ο Αμπανόζης τον λυπήθηκε για την αμηχανία του (сжалился над ним из-за его замешательства; λυπάμαι) και προτίμησε να τον αφήσει ήσυχο (и решил оставить его в покое: «предпочел оставить его спокойным»; Προτιμώ). Κούνησε το κεφάλι (/он/ покачал головой; κουνώ) με οίκτο και περιφρόνηση (с сожалением и презрением; ο οίκτος) κ’ έφυγε δίχως να του δώσει το χέρι (и ушел, не протянув: «не дав» ему руки; δίνω; φεύγω).
Ο Φαβρίκιος ντράπηκε βαθιά. Κάτι πήγε να πει, μα μπερδέψανε τα λόγια του, βουβάθηκε και κατέβασε τα μάτια. Ο Αμπανόζης τον λυπήθηκε για την αμηχανία του και προτίμησε να τον αφήσει ήσυχο. Κούνησε το κεφάλι με οίκτο και περιφρόνηση κ’ έφυγε δίχως να του δώσει το χέρι.
Ο καημένος ο Φαβρίκιος (бедный Фаврикий) έμεινε καρφωμένος στο πεζοδρόμιο (остался пригвожденным к тротуару = замер на тротуаре; μένω; καρφώνω) και κοίταζε το πλήθος σα χαζός (и смотрел на толпу как глупец; κοιτάζω; το πλήθος). Οι διαβάτες που περνούσανε τριγύρω του (прохожие, которые обходили него) έμοιαζαν άνθρωποι νοικοκυραίοι (казались людьми хозяйственными), σοβαροί και πολυάσχολοι (серьезными и очень занятыми), με οικογενειακές υποχρεώσεις (с семейными обязательствами; η υποχρέωση) και χρήσιμοι στην κοινωνία (полезными обществу). Δεν είχαν ώρες για χάσιμο αυτοί (они не теряли времени: «они не имели часов для потери»; η ώρα; το χάσιμο). Δεν τους έμενε καιρός να καταγίνονται με τη λογοτεχνία (у них не оставалось времени заниматься литературой; καταγίνομαι), ούτε και είχανε βέβαια καμιά όρεξη για τέτοιες ελαφρότητες (да и не было у них, конечно, никакого желания заниматься такими легкомысленными вещами; η ελαφρότητα). Ο Φαβρίκιος αισθάνθηκε ένοχος ανάμεσά τους (почувствовал себя виноватым среди них; αισθάνομαι).
Ο καημένος ο Φαβρίκιος έμεινε καρφωμένος στο πεζοδρόμιο και κοίταζε το πλήθος σα χαζός. Οι διαβάτες που περνούσανε τριγύρω του έμοιαζαν άνθρωποι νοικοκυραίοι, σοβαροί και πολυάσχολοι, με οικογενειακές υποχρεώσεις και χρήσιμοι στην κοινωνία. Δεν είχαν ώρες για χάσιμο αυτοί. Δεν τους έμενε καιρός να καταγίνονται με τη λογοτεχνία, ούτε και είχανε βέβαια καμιά όρεξη για τέτοιες ελαφρότητες. Ο Φαβρίκιος αισθάνθηκε ένοχος ανάμεσά τους.
— Τι θα λέγανε άραγε για μένα (что бы говорили обо мне) όλοι αυτοί οι τίμιοι πολίτες (все эти почтенные граждане; ο πολίτης), συλλογίστηκε (подумал /он/), αν ξέρανε πως έγραψα ένα βιβλίο (если /бы/ знали, что /я/ написал книгу);
— Τι θα λέγανε άραγε για μένα όλοι αυτοί οι τίμιοι πολίτες, συλλογίστηκε, αν ξέρανε πως έγραψα ένα βιβλίο;