Χτύπησε την πόρτα της. Το σπίτι έμοιαζε έρημο, με κλεισμένα σχεδόν όλα τα παράθυρά του, σιωπηλό. Όπως άλλωστε, και όλος ο δρόμος. Άργησαν να του ανοίξουν.
Στο τέλος (наконец) πρόβαλε στο κατώφλι (на пороге появилась;
Στο τέλος πρόβαλε στο κατώφλι μια χοντρή, μεσόκοπη γυναίκα, κάτι παραπάνω από υπηρέτρια και κάτι λιγότερο από κυρία, σαν οικονόμα ή πρώην παραμάνα, γεμάτη υγεία, ροδοκόκκινη, με ύφος περίεργο κα φλύαρο. Τον κοίταξε προσεχτικά με παιχνιδιάρικα και κουτσομπόλικα ματάκια.
— Εδώ μένει η κυρία Μάγδα Ρέινχολντ (здесь живет госпожа Магда Рейнхольд); ρώτησε ο Πέτρος Χαλκιάς (спросил Петрос Халкиас).
Η χοντρή γυναίκα εκνευρίστηκε μονομιάς (толстая женщина сразу же стала нервничать;
— Εδώ μένει η κυρία Μάγδα Ρέινχολντ; ρώτησε ο Πέτρος Χαλκιάς.
Η χοντρή γυναίκα εκνευρίστηκε μονομιάς και γούρλωσε τα ματάκια της, κατάπληκτη και καταλυπημένη.
— Η κυρία Ρέινχολντ (госпожа Рейнхольд), αποκρίθηκε (ответила /она/;
— Πέθανε η κυρία Ρέινχολντ (госпожа Рейнхольд умерла);
— Μάλιστα κύριέ μου (именно, мой господин). Δεν το ξέρατε (вы не знали); Πέθανε από την καρδιά (/она/ умерла от сердца). Ο κύριος δικαστής έφυγε (господин судья уехал) πριν από καμιά δεκαριά μέρες (дней десять назад: «десяток дней назад»).
— Ο κύριος δικαστής (господин судья);
— Η κυρία Ρέινχολντ, αποκρίθηκε, πέθανε, κύριέ μου, πέθανε τον περασμένο μήνα.
— Πέθανε η κυρία Ρέινχολντ;
— Μάλιστα κύριέ μου. Δεν το ξέρατε; Πέθανε από την καρδιά. Ο κύριος δικαστής έφυγε πριν από καμιά δεκαριά μέρες.
— Ο κύριος δικαστής;
— Ναι, ο κύριος Ρέινχολντ (да, господин Рейнхольд), ο κύριος δόκτωρ Ρέινχολντ (господин доктор Рейнхольд). Ζήτησε να τον μεταθέσουν (/он/ попросил, чтобы его перевели;
— Ναι, ο κύριος Ρέινχολντ, ο κύριος δόκτωρ Ρέινχολντ. Ζήτησε να τον μεταθέσουν και είναι τώρα στο Ίνσμπρουκ. Δεν ήθελε πια να μείνει εδώ. Ήταν πολύ δυστυχισμένος. Έκλαιγε σα μικρό παιδί και έπαιζε Μπαχ στο πιάνο ολόκληρες νύχτες. Ω, την αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του ο δόκτωρ Ρέινχολντ, μα δεν την καταλάβαινε. Και εκείνη δεν τον καταλάβαινε. Γι’ αυτό μιλούσαν τόσο σπάνια, όχι πως είχαν κανένα λόγο να είναι δυσαρεστημένοι ο ένας με τον άλλον. Απόδειξη, πως δεν σκέφτηκαν ποτέ να χωρίσουν. Εγώ το έλεγα, αν είχαν παιδιά, θα ήταν όλα εν τάξει. Ο καημένος ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ…
— Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ (доктор Рейнхольд поехал в Инсбрук)! μουρμούρισε μηχανικά ο Πέτρος Χαλκιάς (пробормотал машинально Петрос Халкиас;
— Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ! μουρμούρισε μηχανικά ο Πέτρος Χαλκιάς χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγε. Ο δόκτωρ Ρέινχολντ πήγε στο Ίνσμπρουκ!...