Το γράμμα της, φαίνεται (ее письмо, кажется), περιπλανήθηκε αρκετά (довольно /долго/ скиталось;
Το γράμμα της, φαίνεται, περιπλανήθηκε αρκετά σε ταχυδρομικά γραφεία και σε ξενοδοχεία ως ότου βρήκε τα ίχνη του και τον ακολούθησε από μακριά, στις μετακινήσεις του σαν ένα πιστό ζώο. Τον πρόφταινε τέλος στην Αμερική με καθυστέρηση μερικών μηνών.
Το γράμμα αυτό ήταν σκοτεινό (это письмо было мрачным), ανήσυχο (беспокойным), άρρωστο (болезненным), σα να είχε γραφτεί σε μια στιγμή ασυνειδησίας (словно бы было написано в момент бессознательности). Του έλεγε, μες σ’ ένα ξεχείλισμα απελπισίας (/она/ говорила ему в порыве отчаяния), πως ήταν φρικτά δυστυχισμένη (что была ужасно несчастна), πως η ζωή της ήταν ξερή και άγονη (что жизнь ее была суха и бесплодна) σα μια έρημος (словно пустыня), πως τίποτα δεν την έδενε με τον κόσμο (что ничего не связывало ее с миром;
Το γράμμα αυτό ήταν σκοτεινό, ανήσυχο, άρρωστο, σα να είχε γραφτεί σε μια στιγμή ασυνειδησίας. Του έλεγε, μες σ’ ένα ξεχείλισμα απελπισίας, πως ήταν φρικτά δυστυχισμένη, πως η ζωή της ήταν ξερή και άγονη σα μια έρημος, πως τίποτα δεν την έδενε με τον κόσμο, πως ευχόταν να πεθάνει. Του έλεγε για τη λίμνη και για την πράσινη μάγισσα της ομίχλης.
Του έλεγε πως από τα παιδικά της χρόνια (/она/ рассказывала ему, что с детских лет), ενώ γυρνούσε μοναχή στις όχθες της λίμνης (пока /она/ бродила в одиночестве: «одинокая» на берегах озера) τραγουδώντας ή ονειροπολώντας (распевая или мечтая;
Του έλεγε πως από τα παιδικά της χρόνια, ενώ γυρνούσε μοναχή στις όχθες της λίμνης τραγουδώντας ή ονειροπολώντας, είχε πάντα το αίσθημα πως περίμενε κάποιον, πως κάποιος έμελλε να έρθει εκεί αναπόφευκτα, κάποιος άγνωστος που τη γύρευε χωρίς να την ξέρει, όπως και αυτή, θα ερχόταν, μαγνητισμένος κι αυτός από τη γοητεία της λίμνης, και θα την έσωζε από τη φρίκη της μοναξιάς. Τον πρόσμενε ολόκληρα χρόνια, τον καλούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της.
Και μια μέρα ο άγνωστος ήρθε (и однажды незнакомец пришел), στάθηκε μια στιγμή κοντά της (остановился на миг рядом), της έσφιξε το χέρι (сжал ей руку) κ’ έφυγε για να μην ξανάρθει ποτέ (и уехал, чтобы никогда больше не вернуться). Η μεγάλη στιγμή της ζωής της είχε περάσει (великий момент в ее жизни прошел), άγονη κι αυτή σαν όλες τις άλλες (бесплодный, как и все остальные). Όταν χωρίστηκαν (когда /они/ расстались;
Και μια μέρα ο άγνωστος ήρθε, στάθηκε μια στιγμή κοντά της, της έσφιξε το χέρι κ’ έφυγε για να μην ξανάρθει ποτέ. Η μεγάλη στιγμή της ζωής της είχε περάσει, άγονη κι αυτή σαν όλες τις άλλες. Όταν χωρίστηκαν, το βράδυ της συνάντησής τους, το ένιωσε τόσο έντονα, τόσο αληθινά, πως ήταν αυτός, πως δεν μπορούσε να είναι άλλος κανείς, ώστε εγκαταλείποντας κάθε είδος αξιοπρέπειας, έτρεξε πίσω στο ξενοδοχείο του να τον ξαναβρεί.