— Αφήστε με (отпустите меня;
Δεν την άφηνε (/он/ ее не отпускал).
— Αφήστε με (отпустите меня), πρόσταξε (приказала /она/;
Ελευθέρωσε το χέρι της (/она/ освободила руку;
Τον κοίταξε κατάπληκτη, κόκκινη μονομιάς, σαν έτοιμη να κλάψει.
— Αφήστε με, είπε σιγά.
Δεν την άφηνε.
— Αφήστε με, πρόσταξε.
Ελευθέρωσε το χέρι της κ’ έφυγε γοργά χωρίς να ξαναγυρίσει προς αυτόν.
Ο Πέτρος Χαλκιάς στάθηκε μια στιγμή αναποφάσιστος (Петрос Халкиас остановился на миг в нерешительности: «нерешительный»), μην ξέροντας (не зная) αν θα την ακολουθούσε ή όχι (следовать за ней или нет;
Ο Πέτρος Χαλκιάς στάθηκε μια στιγμή αναποφάσιστος, μην ξέροντας αν θα την ακολουθούσε ή όχι. Το τρένο του έφευγε σε λίγο. Οι βαλίτσες του ήταν ήδη τοποθετημένες στο λεωφορείο του ξενοδοχείου, που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για το σταθμό. Οι βαλίτσες τον παρέσυραν. Πλήρωσε βιαστικά το λογαριασμό του και πήδηξε στο λεωφορείο.
Έμεινε στην Αθήνα ως ένα μήνα (/он/ прожил в Афинах около месяца). Κατόπι ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη για δουλειές (затем много путешествовал по Европе по работе;
Έμεινε στην Αθήνα ως ένα μήνα. Κατόπι ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη για δουλειές, σταθμεύοντας ελάχιστα στο Παρίσι. Οκτώ μήνες μετά την επίσκεψη στη λίμνη, βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, βυθισμένος σε διαπραγματεύσεις μ’ έναν όμιλο Αμερικανών τραπεζιτών.
Όλο αυτό το διάστημα (все это время) η ανάμνηση της λίμνης (воспоминание об озере) τον είχε επισκεφτεί συχνά (часто его посещало;
Όλο αυτό το διάστημα ή ανάμνηση της λίμνης τον είχε επισκεφτεί συχνά, ανακατωμένη τώρα με την ανάμνηση μιας γυναικείας μορφής, μισοειδωμένης, που δε θυμόταν καλά-καλά τα χαρακτηριστικά της, μα που δέσποζε, ωστόσο, στη μνήμη του, σαν ένα παραμυθένιο όραμα, γεννημένο από την ανατριχίλα των δασών και την άχνη του νερού.
Μια νύχτα, στον ύπνο του (однажды ночью, во сне), είχε δει πολύ καθαρά την πράσινη μάγισσα (/он/ очень четко увидел зеленую волшебницу) μες στην ομίχλη (в тумане), την είχε ακούσει να τραγουδά (услышал, как /она/ поет) κ’ είχε αναγνωρίσει το βλέμμα της (и узнал ее взгляд;
Μια νύχτα, στον ύπνο του, είχε δει πολύ καθαρά την πράσινη μάγισσα μες στην ομίχλη, την είχε ακούσει να τραγουδά κ’ είχε αναγνωρίσει το βλέμμα της και τη φωνή της. Ήταν αυτή και τον καλούσε, ήταν το στοιχείο της λίμνης. Τη νύχτα εκείνη αποφάσισε να ξαναπάει εκεί, μα την επόμενη γέλασε με τον εαυτό του.