Μα το ύφος της δεν τον έδιωχνε, χωρίς να του υπόσχεται και τίποτα. Το ύφος της του έδινε την άδεια να μένει κοντά της αν δεν βαριόταν, αν δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Έμεινε και σιγά-σιγά βρήκαν θέματα συνομιλίας.
Περπάτησαν λίγη ώρα μαζί (некоторое время /они/ шли вместе; περπατώ), στην όχθη (по берегу), κουβεντιάζοντας σιγανά (негромко разговаривая) για πράγματα αδιάφορα (об отвлеченных: «безразличных» вещах). Κατόπι εκείνη άρχισε να μιλά (потом она стала рассказывать) για την παιδική της ηλικία (о своем детстве: «детском возрасте»). Είχε γεννηθεί εκεί κοντά (/она/ родилась там неподалеку; γεννιέμαι), στην μικρή πόλη (в маленьком городе) που απείχε μισή ώρα με το τρένο (который находился в получасе /езды/ на поезде; απέχω — отстоять; находится на расстоянии), κ’ οι γονείς της την έφερναν τακτικά στη λίμνη (и ее родители регулярно привозили ее на озеро) κάθε καλοκαίρι (каждое лето). Από πολύ μικρή (с малых лет) είχε αγαπήσει αυτό το τοπίο (/она/ полюбила этот пейзаж) και της άρεζε (и ей нравилось) να πλανιέται μόνη στις όχθες (бродить по берегам в одиночестве: «одной»; πλανιέμαι) και να τραγουδά (и петь). Η ηχώ της λίμνης (озерное эхо) αποκρινόταν στο τραγούδι της (отвечало на ее пение; αποκρίνομαι) και της φαινόταν τότε (и тогда ей казалось) πως δεν ήταν μόνη (что /она/ была не одна), πως κάποιος καταλάβαινε την αγάπη της (что кто-то понимал ее любовь).
Περπάτησαν λίγη ώρα μαζί, στην όχθη, κουβεντιάζοντας σιγανά για πράγματα αδιάφορα. Κατόπι εκείνη άρχισε να μιλά για την παιδική της ηλικία. Είχε γεννηθεί εκεί κοντά, στην μικρή πόλη που απείχε μισή ώρα με το τρένο, κ’ οι γονείς της την έφερναν τακτικά στη λίμνη κάθε καλοκαίρι. Από πολύ μικρή είχε αγαπήσει αυτό το τοπίο και της άρεζε να πλανιέται μόνη στις όχθες και να τραγουδά. Η ηχώ της λίμνης αποκρινόταν στο τραγούδι της και της φαινόταν τότε πως δεν ήταν μόνη, πως κάποιος καταλάβαινε την αγάπη της.
Μα κάποτε (но иногда), τα βράδια ιδίως (особенно, по вечерам), και μάλιστα όταν είχε ομίχλη (и, конечно, когда был туман), η φωνή της λίμνης (голос озера) ηχούσε τόσο παράξενα (звучал так странно; ηχώ), τόσο αλλιώτικη (так непохоже) από τη φωνή των ανθρώπων (на человеческий голос), που την έπιανε φόβος (что ее охватывал страх; πιάνω) κ’ έφευγε τρέχοντας (и /она/ быстро убегала: «убегала, бежа»; φεύγω; τρέχω) προς τις κατοικίες (к домам). Τη νύχτα (ночью) έβλεπε στον ύπνο της (/она/ видела во сне) μια πράσινη μάγισσα (зеленую колдунью), ωραιότατη και κακιά (очень красивую и злую), που την κοίταζε παράξενα (которая странно смотрела на нее) μες από την ομίχλη (из тумана), σα να την προσκαλούσε (словно бы звала ее: «приглашала»; προσκαλώ).
Μα κάποτε, τα βράδια ιδίως, και μάλιστα όταν είχε ομίχλη, η φωνή της λίμνης ηχούσε τόσο παράξενα, τόσο αλλιώτικη από τη φωνή των ανθρώπων, που την έπιανε φόβος κ’ έφευγε τρέχοντας προς τις κατοικίες. Τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο της μια πράσινη μάγισσα, ωραιότατη και κακιά, που την κοίταζε παράξενα μες από την ομίχλη, σα να την προσκαλούσε.
Ύστερα παντρεύτηκε (потом /она/ вышла замуж; παντρεύομαι) και δεν είχε πια όρεξη για να τραγουδήσει (и у нее больше не было желания: «аппетита» петь). Ούτε ξαναείδε την πράσινη μάγισσα (да и зеленой колдуньи /она/ больше не видела). Μα της άρεζε πάντα (но ей всегда нравилось) να πλανιέται κοντά στη λίμνη (бродить рядом с озером) και να συλλογίζεται τα παιδικά της χρόνια (и думать о детских годах; συλλογίζομαι).
Ύστερα παντρεύτηκε και δεν είχε πια όρεξη για να τραγουδήσει. Ούτε ξαναείδε την πράσινη μάγισσα. Μα της άρεζε πάντα να πλανιέται κοντά στη λίμνη και να συλλογίζεται τα παιδικά της χρόνια.
Περπατώντας έφτασαν σε μια γέφυρα (гуляя, /они/ дошли до моста; περπατώ), σ’ ένα μικρό στόμιο της λίμνης (у маленького устья озера), όπου άρχιζε ένα στενό και βαθύ ποτάμι (откуда начиналась узкая и глубокая река). Ακούμπησαν στο κιγκλίδωμα (/они/ облокотились на перила; ακουμπώ). Ο Πέτρος Χαλκιάς πρόσφερε μηχανικά ένα τσιγάρο (Петрос Халкиас механически предложил сигарету; προσφέρω) στην άγνωστη (незнакомке).
Περπατώντας έφτασαν σε μια γέφυρα, σ’ ένα μικρό στόμιο της λίμνης, όπου άρχιζε ένα στενό και βαθύ ποτάμι. Ακούμπησαν στο κιγκλίδωμα. Ο Πέτρος Χαλκιάς πρόσφερε μηχανικά ένα τσιγάρο στην άγνωστη.