Το τοπίο, σα να προσδοκούσε την κατάλληλη στιγμή για να του φανερώσει την αληθινή μορφή του, άλλαζε πάλι μέσα του και γύρω του μονομιάς, εξαϋλωνόταν πιο μαγικό από πάντα, τον τύλιγε στα κύματα μιας ανέκφραστης, σιωπηλής μουσικής, που άγγιζε οδυνηρά τις πιο μυστικές χορδές της ψυχής του, τα πιο ευαίσθητα σημεία της ύπαρξής του. Ξαναγινόταν αγόρι, άφθαρτο, αγνό, ονειροπαρμένο. Προχώρησε, κατακτημένος από τα πριν και χωρίς να το ξέρει, φοβισμένος για πρώτη φορά από την παρουσία της γυναίκας.
Εκείνη, σαν άκουσε το βήμα του (она, как только услышала его шаги), στράφηκε (повернулась;
Εκείνη, σαν άκουσε το βήμα του, στράφηκε και τον κοίταξε με περιέργεια. Θα ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεώτερη του, δροσερή ακόμα, αν και λίγο κουρασμένη. Το βλέμμα της ήταν βαρύ από ανεκπλήρωτα όνειρα και άγνωστες λύπες, αλλά μαζί και παιχνιδιάρικο, ίσως εξαιτίας της ξαφνικής παρουσίας του, που έμοιαζε ότι την παραξένευε και τη διασκέδαζε.
Ο Πέτρος Χαλκιάς την κοίταξε σιωπηλά (Петрос Халкиас молча посмотрел на нее), άβουλος και αδέξιος (нерешительный и неуклюжий) σαν παιδί (словно ребенок). Του φάνηκε (ему показалось) πως την ήξερε (что /он/ ее знал). Του φάνηκε (ему показалось) κι ανατρίχιασε για μια στιγμή (и на миг /он/ содрогнулся;
Ο Πέτρος Χαλκιάς την κοίταξε σιωπηλά, άβουλος και αδέξιος σαν παιδί. Του φάνηκε πως την ήξερε. Του φάνηκε (κι ανατρίχιασε για μια στιγμή) πως ξαναέβλεπε μια γνώριμή του και πολύ αγαπημένη νεκρή.
Μα δεν ήταν (но /это/ не была) η κόρη της Αθήνας (ни афинская дева) ούτε η Ρωσίδα (ни русская) ούτε η Τουρκάλα του Ουσάκ (ни турчанка из Ушака), ούτε καμιά από όλες αυτές (ни одна из всех тех) που είχαν γεμίσει (что заполнили;
— Νομίζω, μουρμούρισε (думаю, — пробормотал /он/;
Μα δεν ήταν η κόρη της Αθήνας ούτε η Ρωσίδα ούτε η Τουρκάλα του Ουσάκ, ούτε καμιά από όλες αυτές που είχαν γεμίσει με το πολύμορφο και πολύγλωσσο πλήθος τους τη ζωή του. Ήταν άλλη. Ήταν ίσως όλες αυτές μαζί και κάτι αλλιώτικο συνάμα.
— Νομίζω, μουρμούρισε, πως ειδωθήκαμε κάποτε.
Δεν το πίστευε, ωστόσο (впрочем, /он/ не верил /в/ /то/), πως την είχε ξαναδεί (что уже ее встречал). Αυτήν τη φράση (эту фразу) την είχε χρησιμοποιήσει μερικές φορές (/он/ иногда использовал;
— Δε θυμούμαι (не припоминаю), αποκρίθηκε εκείνη (ответила она;
Δεν το πίστευε, ωστόσο, πως την είχε ξαναδεί. Αυτήν τη φράση την είχε χρησιμοποιήσει μερικές φορές για να πιάσει γνωριμία με γυναίκες άγνωστες, που έμοιαζαν ότι εννοούσαν να κρατούν τα προσχήματα. Τώρα που δεν εύρισκε τι να πει, η τυπική αυτή και κούφια φράση ερχόταν αυθόρμητα να τον βοηθήσει.
— Δε θυμούμαι, αποκρίθηκε εκείνη.
Μα το ύφος της (но ее вид) δεν τον έδιωχνε (не прогонял его;