Η αυτόματη αυτή κίνηση του (это механическое движение) ήταν συνήθως πολύ συνειδητή (обычно было совершенно осознанным), γιατί είχε μάθει (потому что /он/ научился) — κι ο ίδιος δε θα μπορούσε να εξηγήσει πως (/он/ и сам не мог объяснить как;
Η αυτόματη αυτή κίνηση του ήταν συνήθως πολύ συνειδητή, γιατί είχε μάθει — κι ο ίδιος δε θα μπορούσε να εξηγήσει πως — να μαντεύει αν μια γυναίκα παραδινόταν εύκολα ή δύσκολα, θερμά ή ψυχρά, από τον τρόπο που δεχόταν την προσφορά του πρώτου τσιγάρου. Ήταν ένα από τα μυστικά της ερωτικής τακτικής του.
Μα εκεί, εμπρός στη λίμνη (но там, перед озером), η τακτική του είχε ατονήσει ολότελα (его тактика потеряла силу;
Μα εκεί, εμπρός στη λίμνη, η τακτική του είχε ατονήσει ολότελα και δεν συλλογιζόταν πια τίποτα από όλα αυτά. Το πνεύμα του είχε χαθεί σε πράσινα οράματα, εξωτικά και συγκεχυμένα.
Εκείνη κάπνισε αφαιρεμένη (/она/ рассеянно курила;
— Δεν ξέρω (я не знаю), είπε (сказала /она/), γιατί σας μιλώ τόσο πολύ για τον εαυτό μου (почему /я/ вам так много о себе рассказываю).
— Κ’ εγώ αγαπώ αυτήν τη λίμνη (и я люблю это озеро), αποκρίθηκε ο Πέτρος Χαλκιάς (ответил Петрос Халкиас;
— Έχετε ξανάρθει (/вы/ уже приезжали /сюда/?;
— Ναι, πριν από πολλά χρόνια (да, много лет назад). Υποθέτω προτού γεννηθείτε (полагаю, до того, как /вы/ родились;
Εκείνη κάπνισε αφαιρεμένη.
— Δεν ξέρω, είπε, γιατί σας μιλώ τόσο πολύ για τον εαυτό μου.
— Κ’ εγώ αγαπώ αυτήν τη λίμνη, αποκρίθηκε ο Πέτρος Χαλκιάς.
— Έχετε ξανάρθει;
— Ναι, πριν από πολλά χρόνια. Υποθέτω προτού γεννηθείτε. Ήμουν παιδί…
Στράφηκε και τον κοίταξε κατάματα (/она/ повернулась и посмотрела ему в глаза;
— Θα ξανάρθετε (/вы/ еще приедете); ρώτησε (спросила /она/).
— Ίσως (возможно), είπε εκείνος (сказал он).
Στράφηκε και τον κοίταξε κατάματα, βαθιά, μερικές στιγμές, σα να παρατηρούσε ξαφνικά στο ύφος του κάτι που δεν το είχε προσέξει ως τότε.
— Θα ξανάρθετε; ρώτησε.
— Ίσως, είπε εκείνος.
Η νέα γυναίκα πέταξε το τσιγάρο της μες στη λίμνη (молодая женщина выбросила сигарету в озеро;
— Είναι καιρός να γυρίσουμε (пришло время возвращаться: «чтобы мы возвратились»), είπε (сказала она).
Η νέα γυναίκα πέταξε το τσιγάρο της μες στη λίμνη με μια αποφασιστική κίνηση.
— Είναι καιρός να γυρίσουμε, είπε.
Δεν ξαναμίλησαν κάμποση ώρα (/они/ довольно долго: «долгий час» не разговаривали), αφαιρεμένοι κ’ οι δύο (оба погруженные в себя) ενώ κοίταζαν, καθώς περπατούσαν (в то время как смотрели, пока шли;
Δεν ξαναμίλησαν κάμποση ώρα, αφαιρεμένοι κ’ οι δύο ενώ κοίταζαν, καθώς περπατούσαν, τη λίμνη που βυθιζόταν ανεπαίσθητα στις σκιές του βραδιού. Όταν πλησίασαν στο ξενοδοχείο του, ξαφνικά της πήρε το χέρι και το έσφιξε με δύναμη. Η γειτονιά των κλειστών δωματίων τον έβγαζε απότομα από τους ρεμβασμούς του και ξυπνούσε επιτέλους τον ερωτισμό του. Ήθελε να περάσει τη νύχτα μαζί της και της το είπε αμέσως.
Τον κοίταξε κατάπληκτη (/она/ посмотрела на него удивленная), κόκκινη μονομιάς (сразу же покрасневшая), σαν έτοιμη να κλάψει (словно готовая заплакать;