Το κάτω-κάτω (в конце концов), η γυναίκα της λίμνης (женщина с озера) δεν ήταν παρά μια αρκετά συνηθισμένη γυναίκα (была не более чем довольно обычная женщина), απ’ αυτές που συναντά κανείς (из тех, которых можно встретить: «кто-нибудь встречает»), σε μεγάλο αριθμό (в большом количестве), το καλοκαίρι, στα ξενοδοχεία όλων των χωρών (летом, в гостиницах всех стран), και μάλιστα λιγότερο όμορφη (и, к тому же, менее красивая) και λιγότερο διαλεχτή (и менее изысканная) από κάμποσες (чем довольно многие /женщины/) που είχε αποκτήσει ως τότε (которыми он до этого обладал). Και τι τόπο (и какое место) μπορούσε να πιάσει τώρα πια στη ζωή του (могла теперь занять в его жизни) μια γυναίκα (какая-нибудь женщина); Και γιατί αυτή και όχι άλλη (и почему она, а не другая); Και τι σημασία είχε γι’ αυτόν (и какое для него значение имело) μια γυναίκα περισσότερη ή λιγότερη (женщиной больше или меньше);
Το κάτω-κάτω, η γυναίκα της λίμνης δεν ήταν παρά μια αρκετά συνηθισμένη γυναίκα, απ’ αυτές που συναντά κανείς, σε μεγάλο αριθμό, το καλοκαίρι, στα ξενοδοχεία όλων των χωρών, και μάλιστα λιγότερο όμορφη και λιγότερο διαλεχτή από κάμποσες που είχε αποκτήσει ως τότε. Και τι τόπο μπορούσε να πιάσει τώρα πια στη ζωή του μια γυναίκα; Και γιατί αυτή και όχι άλλη; Και τι σημασία είχε γι’ αυτόν μια γυναίκα περισσότερη ή λιγότερη;
Τη μέρα έπειθε εύκολα τον εαυτό του (днем он легко убеждал себя;
Τη μέρα έπειθε εύκολα τον εαυτό του πως αυτή η ιστορία δεν είχε κανένα νόημα, μα τις νύχτες συχνά η ανάμνησή της του γινόταν ασφυκτική.
Ένα βράδυ (однажды вечером), γυρνώντας στο ξενοδοχείο του της Νέας Υόρκης (возвратившись в свою гостиницу в Нью-Йорке), βρήκε μες στην αλληλογραφία του (/он/ нашел в своей корреспонденции;
Ένα βράδυ, γυρνώντας στο ξενοδοχείο του της Νέας Υόρκης, βρήκε μες στην αλληλογραφία του, ένα γράμμα με αυστριακό γραμματόσημο, φορτωμένο σφραγίδες αρκετών χωρών. Ενώ το άνοιγε, είδε πως τα χέρια του έτρεμαν. Προσπάθησε να το διαβάσει, μα δεν μπορούσε. Τα γράμματα χόρευαν συγκεχυμένα. Η εικόνα της λίμνης τον έζωνε, τον τύλιγε, σφιχτά, τυραννικά. Τα κυπαρίσσια κουνιόνταν βίαια και άρρυθμα, σα δαρμένα από τη θύελλα, μες σε μια βαριά, τρικυμισμένη ομίχλη.
Το γράμμα ήταν πράγματι δικό της (письмо в самом деле было от нее) και περιείχε το όνομά της και τη διεύθυνσή της (на нам стояли: «/оно/ содержало» ее имя и адрес;
Το γράμμα ήταν πράγματι δικό της και περιείχε το όνομά της και τη διεύθυνσή της. Λεγόταν Μάγδα Ρέινχολντ και καθόταν στη μικρή πόλη κοντά στη λίμνη. Είχε ζητήσει το όνομά του από το ξενοδοχείο όπου είχε σταθεί εκείνο το απόγευμα και του έγραφε στην Αθήνα, στην πόλη που είχε ορίσει στο δελτίο της αστυνομίας ως πόλη του προορισμού του.