Μα είχε ήδη φύγει (но /он/ уже уехал; φεύγω). Και ίσως καλύτερα (может и лучше), χίλιες φορές καλύτερα (тысячу раз лучше) που είχε φύγει (что /он/ уехал), γιατί δε θα την καταλάβαινε ποτέ (потому что /он/ бы никогда ее не понял). Δε θα είχε ποτέ το κουράγιο (у нее никогда бы не было смелости) να του τα πει όλα αυτά πρόσωπο με πρόσωπο (сказать ему все это лицом к лицу). Κι αν του τα έλεγε (и если бы /она/ ему об этом сказала), πως ήταν δυνατό (разве было возможно) να πιστέψει αυτός ένα τέτοιο παραμύθι (чтобы /он/ поверил в такую сказку; πιστεύω); Θα την έπαιρνε (/он/ овладел бы ею), όπως παίρνει ένας ταξιδιώτης μια ξένη γυναίκα σ’ ένα ξενοδοχείο (как овладевает путешественник незнакомой женщиной в гостинице), και θα την ξεχνούσε (и забыл бы ее; ξεχνώ) μόλις ξεκινούσε το τρένο του (как только его поезд отправился бы /в путь/; ξεκινώ).
Μα είχε ήδη φύγει. Και ίσως καλύτερα, χίλιες φορές καλύτερα που είχε φύγει, γιατί δε θα την καταλάβαινε ποτέ. Δε θα είχε ποτέ το κουράγιο να του τα πει όλα αυτά πρόσωπο με πρόσωπο. Κι αν του τα έλεγε, πως ήταν δυνατό να πιστέψει αυτός ένα τέτοιο παραμύθι; Θα την έπαιρνε, όπως παίρνει ένας ταξιδιώτης μια ξένη γυναίκα σ’ ένα ξενοδοχείο, και θα την ξεχνούσε μόλις ξεκινούσε το τρένο του.
Τώρα του τα έγραφε όλα αυτά (теперь же /она/ писала ему все это), χωρίς να ξέρει γιατί (не зная зачем), με το αίσθημα πως αποτεινόταν προς το κενό (с чувством, что /она/ обращается к пустоте) ή σα να μιλούσε στο στοιχείο της λίμνης (или словно разговаривает с духом озера).
Τώρα του τα έγραφε όλα αυτά, χωρίς να ξέρει γιατί, με το αίσθημα πως αποτεινόταν προς το κενό ή σα να μιλούσε στο στοιχείο της λίμνης.
«Δε φαντάζομαι, έλεγε (я не думаю, — говорила /она/), πως θα σας βρει ποτέ αυτό το γράμμα (что это письмо до вас дойдет: «что это письмо вас найдет»), που δεν ξέρω αν είναι τρελό ή ηλίθιο (которое, не знаю, является ли сумасшедшим или глупым). Δεν είμαι καν σίγουρη (/я/ даже не уверена) πως θα σας το στείλω (что я вам его пошлю; στέλνω). Ίσως το καταστρέψω την τελευταία στιγμή (возможно, я уничтожу его в последний момент; καταστρέφω). Μα τι σημαίνει (но имеет ли значение: «но что значит») να το καταστρέψω (уничтожу ли я его) ή να μην το καταστρέψω (или не уничтожу), αφού ούτε εσείς πρόκειται να καταλάβετε (ведь ни вы не поймете: «не предвидится, что /вы/ поймете») ούτε μου πέρασε έστω και για μια στιγμή η ελπίδα (не возникала у меня ни на миг надежда) πως είναι δυνατό (что возможно) να ξαναγυρίσει ποτέ η μοναδική εκείνη στιγμή (чтобы этот удивительный миг вернулся обратно)… Αν σας φτάσει ποτέ αυτό το γράμμα (если до вас дойдет: «вас достигнет» когда-нибудь это письмо; φτάνω), κάνετε μου τουλάχιστον τη χάρη (сделайте мне по крайней мере одолжение) να μη γελάσετε μαζί μου (не смеяться надо мной). Είναι η μόνη χάρη (это единственное одолжение) που σας ζητώ (которое я у вас прошу)…».
«Δε φαντάζομαι, έλεγε, πως θα σας βρει ποτέ αυτό το γράμμα, που δεν ξέρω αν είναι τρελό ή ηλίθιο. Δεν είμαι καν σίγουρη πως θα σας το στείλω. Ίσως το καταστρέψω την τελευταία στιγμή. Μα τι σημαίνει να το καταστρέψω ή να μην το καταστρέψω, αφού ούτε εσείς πρόκειται να καταλάβετε ούτε μου πέρασε έστω και για μια στιγμή η ελπίδα πως είναι δυνατό να ξαναγυρίσει ποτέ η μοναδική εκείνη στιγμή… Αν σας φτάσει ποτέ αυτό το γράμμα, κάνετε μου τουλάχιστον τη χάρη να μη γελάσετε μαζί μου. Είναι η μόνη χάρη που σας ζητώ…».
Όταν τελείωσε ο Πέτρος Χαλκιάς το διάβασμα (когда Петрос Халкиас закончил чтение; τελειώνω), τα χέρια του δεν έτρεμαν πια (его руки больше не дрожали) και είχε ηρεμήσει (и /он/ успокоился; ηρεμώ). Σηκώθηκε (/он/ встал), έκανε μερικά βήματα (сделал несколько шагов), τεντωμένος (напряженный; τεντώνω — натягивать, растягивать; напрягать), ψύχραιμος (хладнокровный), κύριος του εαυτού του (владеющий собой: «господин самого себя»). Αισθανόταν δυνατός (он чувствовал себя сильным), συγκεντρωμένος ολόψυχα προς ένα σκοπό (всею душой сосредоточенным на одной цели; συγκεντρώνομαι), όπως άλλοτε την παραμονή μιας μάχης (как раньше накануне битвы).
Όταν τελείωσε ο Πέτρος Χαλκιάς το διάβασμα, τα χέρια του δεν έτρεμαν πια και είχε ηρεμήσει. Σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα, τεντωμένος, ψύχραιμος, κύριος του εαυτού του. Αισθανόταν δυνατός, συγκεντρωμένος ολόψυχα προς ένα σκοπό, όπως άλλοτε την παραμονή μιας μάχης.
Για πρώτη φορά παράτησε μια αρχεμένη προσπάθεια (в первый раз /он/ бросил начатое дело; παρατώ). Φρόντισε αμέσως (/он/ тотчас позаботился; φροντίζω) να αντικατασταθεί στην αποστολή του (чтобы его заменили в поездке; αντικαθιστώμαι), τακτοποίησε βιαστικά όλες τις εκκρεμείς δουλειές του (спешно уладил все незаконченные дела; τακτοποιώ) και γύρισε στην Ευρώπη (и вернулся в Европу). Μια βδομάδα μετά τη λήψη του γράμματος (через неделю после получения письма) ήταν στο Παρίσι (/он/ был в Париже) και την επόμενη στη Βιέννη (а на следующей — в Вене).