Για πρώτη φορά παράτησε μια αρχεμένη προσπάθεια. Φρόντισε αμέσως να αντικατασταθεί στην αποστολή του, τακτοποίησε βιαστικά όλες τις εκκρεμείς δουλειές του και γύρισε στην Ευρώπη. Μια βδομάδα μετά τη λήψη του γράμματος ήταν στο Παρίσι και την επόμενη στη Βιέννη.
Έφτασε πρωί στην πόλη της Μάγδα Ρέινχολντ (утром /он/ прибыл в город Магды Рейнхольд), μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο (вошел в гостиницу) και περίμενε να γίνει, τουλάχιστο, η ώρα δέκα (и стал ждать пока наступит, по крайней мере, десять часов). Αναλογίστηκε πολύ καθαρά (/он/ очень ясно осознавал:
Έφτασε πρωί στην πόλη της Μάγδα Ρέινχολντ, μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο και περίμενε να γίνει, τουλάχιστο, η ώρα δέκα. Αναλογίστηκε πολύ καθαρά που βρισκόταν και ποιος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού του. Εκείνη τη μέρα παιζόταν η ζωή του ολόκληρη, η ζωή του που δε θα είχε πια κανένα νόημα, κανένα περιεχόμενο, κανένα προορισμό, χωρίς αυτήν τη γυναίκα.
Σα να είχε ξεσκεπαστεί ξαφνικά στη συνείδησή του (словно бы открылся внезапно в его сознании;
Σα να είχε ξεσκεπαστεί ξαφνικά στη συνείδησή του μια εντελώς καινούργια άποψη της ζωής του, κοίταζε τώρα εκ των υστέρων όλους τους αγώνες του και όλο το σκληρό κυνηγητό του του έρωτα, σα μια παθιασμένη αναζήτηση της γυναίκας αυτής, που επί τέλους, φανέρωνε την ύπαρξή της.
Αυτήν την άγνωστη μορφή (эту незнакомую фигуру), τη μισοειδωμένη στο θάμπος της μαγικής λίμνης (наполовину различенную в тумане волшебного озера), αυτήν είχε προαισθανθεί σαν ήταν παιδί (/он/ предчувствовал, будучи ребенком), γι’ αυτήν είχε πολεμήσει (из-за нее /он/ воевал) κ’ είχε σκοτώσει (и убивал), αυτήν γύρευε (ее искал) μες στο σπαρτάρισμα των θηραμάτων του (в трепыхании своей добычи), γι’ αυτήν είχε επιστρέψει (из-за нее /он/ возвратился), χωρίς να το ξέρει (не зная этого), σε τούτην τη χώρα, πριν από οκτώ μήνες (в эту страну шесть месяцев назад), σαν τραβηγμένος ασυνείδητα (словно бессознательно притянутый), από τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου (ностальгией по потерянному раю).
Αυτήν την άγνωστη μορφή, τη μισοειδωμένη στο θάμπος της μαγικής λίμνης, αυτήν είχε προαισθανθεί σαν ήταν παιδί, γι’ αυτήν είχε πολεμήσει κ’ είχε σκοτώσει, αυτήν γύρευε μες στο σπαρτάρισμα των θηραμάτων του, γι’ αυτήν είχε επιστρέψει, χωρίς να το ξέρει, σε τούτην τη χώρα, πριν από οκτώ μήνες, σαν τραβηγμένος ασυνείδητα, από τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου.
Το ζήτημα ήταν απλό (дело было простое), φοβερά απλό (ужасно простое). Είχε περάσει τη ζωή (/он/ провел жизнь) του γυρεύοντας μια γυναίκα (в поисках одной женщины: «ища одну женщину»). Τώρα την είχε βρει (теперь /он/ ее нашел). Ποιος ήταν αρκετά δυνατός (кто был настолько силен) για να του φράξει το δρόμο (чтобы преградить ему дорогу;
Το ζήτημα ήταν απλό, φοβερά απλό. Είχε περάσει τη ζωή του γυρεύοντας μια γυναίκα. Τώρα την είχε βρει. Ποιος ήταν αρκετά δυνατός για να του φράξει το δρόμο; Ξεκίνησε στα στενά πλακόστρωτα της αυστριακής πολιτείας, με σφιγμένα τα δόντια, όπως είχε μπει άλλοτε στο Ουσάκ, έτοιμος να τσακίσει αμείλιχτα κάθε εμπόδιο στο πέρασμά του.
Χτύπησε την πόρτα της (/он/ постучал в ее дверь;